Η Ευρώπη γερνάει με ταχύτερους ρυθμούς από οποιαδήποτε άλλη περιοχή στον κόσμο και όπως σχολιάζει το Ρόιτερς έχει ανάγκη από τους μετανάστες, τους οποίους όμως δεν επιθυμούν πολλοί Ευρωπαίοι.
Η «γηραιά ήπειρος» ενδεχομένως να μπορεί να αντισταθμίσει τον αντίκτυπο του γηράσκοντος εργατικού δυναμικού μέχρι περίπου το 2020 εντάσσοντας περισσότερες γυναίκες και μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζόμενους στον εργασιακό τομέα, ενθαρρύνοντας την κινητικότητα εντός της Ευρώπης και αξιοποιώντας καλύτερα τους υπάρχοντες μετανάστες, σύμφωνα με ειδικούς της ΕΕ και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Αλλά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα χρειαστεί να προσελκύσει έναν σημαντικό αριθμό ειδικευμένου εργατικού δυναμικού προερχόμενου εκτός των συνόρων της και να αντιπαρέλθει τη διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια που αντανακλάται στην αύξηση της δημοτικότητας των αντιμεταναστευτικών κομμάτων, επισημαίνει το Ρόιτερς.
«Αν κλείσεις την πόρτα (στη μετανάστευση), θα πληρώσεις το οικονομικό τίμημα» λέει ο Ζαν Κριστόφ Ντιμόν, ειδικός σε θέματα μετανάστευσης στον ΟΟΣΑ, μία διακυβερνητική δεξαμενή σκέψης με έδρα το Παρίσι.
«Επί του παρόντος, μπορούμε να αξιοποιούμε καλύτερα τους μετανάστες που βρίσκονται ήδη εδώ, προσαρμόζοντας με καλύτερο τρόπο τις δεξιότητές τους στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Σε έναν πιο μακρινό ορίζοντα, (το θέμα) δεν θα περιορίζεται σε αυτό, αλλά θα αφορά και την αύξηση της ροής των μεταναστών», προσθέτει ο ίδιος.
Με τον παρόντα ρυθμό, η «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας, η Γερμανία, μαζί με την Ισπανία και την Πολωνία, θα γνωρίζουν εφεξής συρρίκνωση του πληθυσμού τους, γεγονός που θα επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη.
Τα 82 εκατομμύρια κάτοικοι της Γερμανίας θα περιοριστούν σε 74,7 εκατομμύρια μέχρι το 2050 και ο μέσος όρος ηλικίας τους θα αυξηθεί στα περίπου 50 έτη, λαμβάνοντας ως δεδομένο τα σημερινά επίπεδα μετανάστευσης, σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία της ΕΕ, την Eurostat.
Κάποιες από τις εκτιμήσεις για το μέλλον είναι ακόμη πιο ζοφερές τοποθετώντας τον γερμανικό πληθυσμό στα 65 εκατομμύρια μέχρι το 2060.
Αυτό θα προκαλέσει «σημαντικούς περιορισμούς στην προσφορά εργατικού δυναμικού» σε μερικές από τις ισχυρότερες οικονομίες της Ευρώπης -Αυστρία, Ολλανδία και Φινλανδία καθώς και στη Γερμανία- σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με επικεφαλής συντάκτες τούς Γιεργκ Πέστσνερ και Κωνσταντίνο Φωτάκη που έλαβαν ως βασική γραμμή οικονομικής ανάπτυξης το 1%.
Αντίθετα, η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιρλανδία και σε μικρότερο βαθμό η Ιταλία μπορούν να αναμένουν υγιέστερη οικονομική ανάκαμψη. Μέχρι το 2050, η Βρετανία θα ξεπεράσει πληθυσμιακά την Γερμανία και θα είναι η πολυπληθέστερη χώρα της ΕΕ με 77,2 εκατομμύρια κατοίκους- αν φυσικά έχει παραμείνει στην ΕΕ- ενώ η Γαλλία θα φτάσει στα ίδια επίπεδα με την Γερμανία με 74,3 εκατομμύρια κατοίκους.
Πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες βρίσκονται ακόμη στον απόηχο της οικονομικής ύφεσης της τελευταίας εξαετίας, οδηγούνται στην αντίθετη κατεύθυνση της δημογραφικής πολιτικής εξαιτίας της ανόδου της αντιμεταναστευτικής ρητορικής.
Η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, ο Νάιτζελ Φάρατζ στη Βρετανία και ο Γκέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία προσελκύουν τους ψηφοφόρους από την εργατική τάξη με τις θέσεις τους κατά της ελευθερίας κινήσεων των εργαζομένων εντός της ΕΕ, από τα φτωχότερα ανατολικά και νότια τμήματά της προς τον πλουσιότερο βορρά.
Κατηγορούν την ΕΕ ότι επέτρεψε την εισροή σε μετανάστες που «κλέβουν τις δουλειές», προκαλώντας την καθοδική πορεία των μισθών και την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης αλλά και την αύξηση των ποσοστών εγκληματικότητας.
Η αντιμεταναστευτική ρητορική ανάγκασε τον πάπα Φραγκίσκο να κάνει έκκληση στο ευρωκοινοβούλιο για την ανάγκη η «γερασμένη και καταβεβλημένη» ήπειρος να δείξει ένα πιο φιλόξενο πρόσωπο προς εκείνους που διαπλέουν την Μεσόγειο αναζητώντας μία καλύτερη ζωή.
Ένα ακόμη πιεστικό επιχείρημα για την ανάγκη ύπαρξης ενός λογικού διαλόγου είναι ο αυξανόμενος αντίκτυπος της δημογραφικής αντιστροφής των συντάξεων και του συστήματος περίθαλψης και υγείας, ειδικά σε χώρες όπως η Γερμανία και η Ισπανία, οι οποίες μελλοντικά θα έχουν τους γηραιότερους κατοίκους.
Καθώς συνταξιοδοτείται, η αποκαλούμενη γενιά των baby boomers (δηλαδή η μεταπολεμική γενιά), η αναλογία των ατόμων άνω των 65 ετών ως προς τον εργαζόμενο πληθυσμό αναμένεται να αυξηθεί δραματικά, ενώ ο αριθμός των κάτω των 15 ετών θα μειωθεί κατά σχεδόν 15% ως το 2060, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Eurostat.
Επί του παρόντος, το λεγόμενο ποσοστό ηλικιακής εξάρτησης ανέρχεται κατά μέσο όρο στα 27,5 έτη στις 28 χώρες της ΕΕ, αλλά η Γερμανία και η Ιταλία βρίσκονται πάνω από αυτό το επίπεδο (σ.σ ο δείκτης ηλικιακής εξάρτησης εκφράζει τον αριθμό των ατόμων που βρίσκονται σε ηλικία κατά την οποία είναι γενικά μη οικονομικά ενεργοί -συνήθως 65 και άνω– προς τον αριθμό των ατόμων σε ηλικία εργασίας- κατά συνθήκη, 15–64 ετών).
Το ποσοστό αυτό αναμένεται να εκτοξευθεί στα 49,4 το 2050, όταν η αναλογία εργαζόμενων-συνταξιούχων θα είναι μόλις δύο προς ένα.
Οι περισσότερες χώρες της ΕΕ έχουν αυξήσει το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65 ή και άνω και υποχρεώνουν τους πολίτες να συνεισφέρουν για μεγαλύτερο διάστημα για πλήρη σύνταξη, αλλά αναμένονται περαιτέρω αυξήσεις.
Εν τω μεταξύ, υπάρχει αντίκτυπος στην οικονομία της Ευρώπης από το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού επικεντρώνεται «στις ανάγκες και όχι στις επιθυμίες», κάτι ανάλογο με αυτό που περιγράφει ο Πολ Χότζες, ένας από τους συγγραφείς του ψηφιακού βιβλίου με τίτλο «Boom, Gloom and The New Normal», μέσα από τις σελίδες του.
«Τα δημογραφικά καθορίζουν την ζήτηση. Οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι έχουν μικρότερη ανάγκη για σπίτια, αυτοκίνητα και καταναλωτικά προϊόντα και καλούνται να ζουν με μικρότερα εισοδήματα όσο πλησιάζουν στην ηλικία συνταξιοδότησης, επιβραδύνοντας τα γρανάζια της οικονομίας», εξηγεί ο Χότζες.
Πριν από την οικονομική κρίση το 2008, η οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη κυμαινόταν κατά μέσον όρο στο 2% ετησίως -περίπου 1% κέρδος από την απασχόληση και 1% από την παραγωγικότητα.
Αυτή η δυναμική ανάπτυξης, η οποία κρίνεται απαραίτητη για τη διατήρηση του παρόντος επιπέδου παροχής πρόνοιας στην Ευρώπη, κατέρρευσε στη διάρκεια της κρίσης κι ακόμη δεν έχει αποκατασταθεί στις περισσότερες χώρες.
Χωρίς κέρδη από την απασχόληση λόγω της μετανάστευσης–καταλήγει το Ρόιτερς-η Ευρώπη θα χρειαστεί μία ανέλπιστα μεγάλη ενίσχυση της παραγωγικότητας για να διατηρήσει τα παρόντα επίπεδα διαβίωσης, που διαφορετικά θα σημειώσουν πτώση.