Η περιπέτεια της 13χρονης τότε Alicia Kozakiewicz ξεκίνησε όταν άρχισε να συνομιλεί σε διάφορα chatrooms, κάτι που όπως λέει η ίδια τη γέμιζε με αυτοπεποίθηση.
Εκεί συνομιλούσε με ένα χρήστη, τον οποίο νόμιζε για συνομήλικο της. Μετά από αρκετές μέρες συνομιλιών, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς του 2002 αποφάσισε να τον συναντήσει από κοντά.
Βγήκε έξω από το σπίτι της και τον περίμενε. Όταν άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομά της, εκείνη γύρισε πιστεύοντας ότι θα δει τον 13χρονο διαδικτυακό φίλο της. Τελικά είδε έναν 40χρονο άντρα. Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε παγιδευμένη σε ένα αυτοκίνητο. Μετά από ένα τρομακτικό ταξίδι πέντε ωρών θυμάται πως έφτασαν στο σπίτι του στη Βιρτζίνια.
Εκείνος την τράβηξε και την πήγε στο υπόγειο, όπου της έβγαλε τα ρούχα και της φόρεσε ένα κολάρο σκύλου. Στην συνέχεια την πήγε στον πάνω όροφο, όπου και την βίασε. Την κρατούσε αλυσοδεμένη στο σπίτι του επί τέσσερις ολόκληρες μέρες. Όλο αυτό το διάστημα την βασάνιζε και την βίαζε, ενώ η ανήμπορή κοπέλα έκανε ό,τι της έλεγε ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή ο εφιάλτης θα τελειώσει.
Μάλιστα ο ίδιος δε δίστασε να της πει: «Δεν πειράζει να κλαις».
«Μου έσπασε τη μύτη και με βίασε. Έχω ξεχάσει το μεγαλύτερο μέρος της εμπειρίας. Στις τέσσερις ημέρες που ακολούθησαν με βασάνισε, με κακοποίησε και με βίασε. Έκανα ό,τι έπρεπε να κάνω, όσο ταπεινωτικό, επώδυνο ή αηδιαστικό και αν ήταν για να επιβιώσω. Ήθελα να ζήσω. Ήλπιζα ότι θα με αναζητήσουν. Η ελπίδα ήταν όλα όσα είχα. Ήμουν στο πάτωμα ξαπλωμένη και έκλαιγα. Σκεφτόμουν πώς θα ξεφύγω. Ήμουν μόλις 13 χρονών».
Την τέταρτη μέρα, ο αδίστακτος άνδρας έφυγε για να πάει στην δουλειά του. Αυτή ήταν και η μέρα που τελείωσε το μαρτύριο για το ανήλικο κορίτσι. Η αστυνομία οδηγήθηκε στα ίχνη του, όταν «ανέβασε» στο διαδίκτυο, ένα βίντεο το οποίο έδειχνε τα βασανιστήρια καθώς και τον βιασμό της κοπέλας.
«Ξαφνικά άκουσα άνδρες να φωνάζουν έχουμε όπλα. Η αλυσίδα μού επέτρεπε να κινηθώ γύρω από το δωμάτιο, πιστεύοντας πως τους είχε στείλει για να με σκοτώσουν. Κρύφτηκα γυμνή κάτω από το κρεβάτι και τότε είδα την λέξη FBI επάνω στο σακάκι του ενός. Ο απαγωγέας μου είχε ανεβάσει online ένα βίντεο από την κακοποίησή μου και ένας από τους χρήστες επειδή φοβήθηκε ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί συνεργός κάλεσε την αστυνομία».
Η ίδια μίλησε για την ανατριχιαστική της εμπειρία για πρώτη φορά, για να δείξει στα κορίτσια, τα οποία πέφτουν θύματα βιασμού πως πρέπει να το καταγγείλουν.
«Νόμιζα ότι είχα κάνει κάτι λάθος, ότι οι δικοί μου δεν θα με αγαπούν πλέον. Όταν τελικά επανενώθηκα μαζί τους, έτρεξαν προς το μέρος μου και ο πατέρας μου με αγκάλιασε τόσο ξεχωριστά που δεν υπάρχουν λόγια. Πριν από τη δίκη του απαγωγέα μου, ο οποίος καταδικάστηκε σε 19 χρόνια και επτά μήνες, το FBI με έβαλε να αναγνωρίσω τον εαυτό μου σε βίντεο. Έπρεπε να βλέπω τον εαυτό μου να βασανίζεται. Αυτός είναι ο λόγος που τώρα παλεύω σκληρά ενάντια της παιδικής εκμετάλλευσης».