Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν δήλωσε σήμερα ότι περισσότεροι από 10.000 μαχητές του Ισλαμικού Κράτους εξακολουθούν να κρατούνται σε στρατόπεδα που διαχειρίζεται η κουρδική πολιτοφυλακή Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), τονίζοντας ότι η κατάσταση αυτή «δεν μπορεί να συνεχιστεί». Μιλώντας στην έναρξη ενός συνεδρίου στη Ρώμη με στόχο την ανανέωση των διεθνών προσπαθειών για να αντιμετωπιστεί η τζιχαντιστική οργάνωση, ο Μπλίνκεν επεσήμανε ότι η Ουάσινγκτον εξακολουθεί να ζητεί από τις χώρες, περιλαμβανομένων των 78 που συμμετέχουν στον συνασπισμό εναντίον του ΙΚ, να επαναπατρίσουν τους πολίτες τους που εντάχθηκαν στην οργάνωση, αναφέρει το ΑΠΕ.
«Η κατάσταση απλώς δεν μπορεί να συνεχιστεί. Απλώς δεν μπορεί να διαιωνιστεί. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να ζητούν από τις χώρες καταγωγής, περιλαμβανομένων αυτών που συμμετέχουν στον συνασπισμό, να επαναπατρίσουν, να επανεντάξουν και, όπου είναι εφικτό, να προσαγάγουν στη δικαιοσύνη τους πολίτες τους», τόνισε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών. Ακόμη ένα βασικό στοιχείο για να ηττηθεί οριστικά το ΙΚ είναι να αντιμετωπιστούν οι απειλές της οργάνωσης εκτός Συρίας και Ιράκ, και κυρίως στην Αφρική, πρόσθεσε ο ίδιος.
Το ΙΚ κατέλαβε μεγάλες περιοχές του Ιράκ και της Συρίας από το 2014 επιβάλλοντας τον ισλαμικό νόμο. Η τζιχαντιστική οργάνωση ηττήθηκε στρατιωτικά το 2017, όμως έκτοτε εξαπολύει επιθέσεις από το βόρειο Ιράκ και τα πορώδη σύνορα με τη Συρία. Τους τελευταίους μήνες έχουν σημειωθεί περισσότερες από 25 αιματηρές επιθέσεις, τις οποίες Ιρακινοί αξιωματούχοι αποδίδουν σε μαχητές του ΙΚ. Παράλληλα τζιχαντιστικές οργανώσεις που συνδέονται με την αλ Κάιντα και το ΙΚ έχουν ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια στην περιοχή του Σάχελ της δυτικής Αφρικής, παρά την ανάπτυξη χιλιάδων στρατιωτών από τη Δύση, τις χώρες της περιοχής και τον ΟΗΕ.
Συνάντηση με πάπα
Στο μεταξύ σήμερα ο Μπλίνκεν έγινε δεκτός και από τον πάπα, στην πρώτη συνάντηση υψηλού επιπέδου που είχε με την ομάδα του νέου Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν. Η συνάντησή τους πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο που οι Αμερικανοί καθολικοί επίσκοποι εξετάζουν να απαγορεύσουν τη Θεία Κοινωνία σε όσους πολιτικούς στηρίζουν την άμβλωση, όπως ο πιστός καθολικός Μπάιντεν.
Στις 18 Ιουνίου η Σύνοδος των Αμερικανών Καθολικών Επισκόπων (USCCB) ψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία (168 ψήφους υπέρ και 55 κατά) ένα κείμενο για «τη σημασία της Θείας Ευχαριστίας στη ζωή της Εκκλησίας», το οποίο ενδέχεται να έχει ως συνέπεια να μην μπορούν να λαμβάνουν τη Θεία Κοινωνία όσοι πολιτικοί στηρίζουν τις αμβλώσεις
Το Βατικανό έχει ήδη εκφράσει την αντίθεσή του στην απόφαση της USCCB, ενώ τον Μάιο είχε καλέσει τους Αμερικανούς επισκόπους να φανούν συνετοί σε ό,τι αφορά πιθανά μέτρα που θα αφορούν «την κατάσταση των καθολικών αξιωματούχων που τάσσονται υπέρ της νομιμοποίησης της άμβλωσης, της ευθανασίας ή άλλων ηθικών βλαβών». Ωστόσο και οι Αμερικανοί ιερείς είναι διχασμένοι, με κάποιους να προειδοποιούν κατά της μετατροπής της Θείας Ευχαριστίας «σε όπλο». To θέμα θα συζητηθεί πλέον στην επόμενη σύνοδο των Αμερικανών επισκόπων, τον Νοέμβριο.
Ο Μπλίνκεν –αφού συναντήθηκε με τον δεύτερο στην ιεραρχία του Βατικανού, τον καρδινάλιο Πιέτρο Παρολίν, και τον αρχιεπίσκοπο Πολ Γκάλαχερ αρμόδιο για τις σχέσεις με τις άλλες χώρες– συζήτησε με τον πάπα Φραγκίσκο επί 40 λεπτά. Ο Αμερικανός υπουργός είναι εβραϊκής καταγωγής, παντρεμένος με καθολική, ωστόσο η σύζυγός του δεν τον συνόδευε στο ταξίδι. Ο εκπρόσωπος της Αγίας Έδρας Ματέο Μπρούνι έκανε λόγο για μια συνομιλία σε «εγκάρδιο κλίμα», ενώ πρόσθεσε ότι στη διάρκεια της συνάντησής τους ο πάπας αναφέρθηκε στο ταξίδι του στις ΗΠΑ το 2015 και εξέφρασε «την αγάπη και την προσοχή του προς τον λαό των ΗΠΑ».
Ο πάπας Φραγκίσκος, υπέρμαχος των μεταναστών, είχε επικρίνει τον τέως πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ λίγο πριν την εκλογή του στην προεδρία για την πρόθεσή του να χτίσει ένα τείχος στα σύνορα με το Μεξικό. Παρά ταύτα ο Τραμπ επισκέφθηκε το Βατικανό το 2017. Παράλληλα ο πάπας είχε επικρίνει στο παρελθόν και την απόφαση Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα και χαιρέτισε την κίνηση της κυβέρνησης Μπάιντεν να εντάξει τη χώρα και πάλι σε αυτή.