Έναν περίπου αιώνα πριν, η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σήμανε και την έναρξη του Βρετανικού ελέγχου της περιοχής της Παλαιστίνης, η οποία τότε φιλοξενούσε κατά κύριο λόγο Άραβες, αλλά και μία μικρή κοινότητα Εβραίων. Αν και λιγότεροι αριθμητικά, οι δεύτεροι αισθάνονται την περιοχή ως το προγονικό τους σπίτι και η ανάθεση στη Βρετανία από τη διεθνή κοινότητα της δημιουργίας εβραϊκής εστίας στην περιοχή αποτέλεσε χρονικό σημείο αναφοράς της σημερινής έντασης.
Γράφει ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος*
Οι διώξεις κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στην Ευρώπη, οδήγησαν χιλιάδες Εβραίους να μετοικίσουν στην περιοχή. Οι εντάσεις μεταξύ των δύο λαών αυξήθηκαν όταν η διεθνής κοινότητα ανέθεσε στη Βρετανία το καθήκον να δημιουργήσει ένα «εθνικό σπίτι» στην Παλαιστίνη για τους Εβραίους. Το 1947 ο ΟΗΕ υιοθέτησε ψήφισμα για τη δημιουργία ξεχωριστών κρατών, με την Ιερουσαλήμ ως διεθνή πόλη. Σε αντίθεση με τους Άραβες, οι Εβραίοι αποδέχτηκαν το σχέδιο, το οποίο όμως δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Οι Βρετανοί αποχώρησαν ένα χρόνο μετά από την περιοχή, δίνοντας χώρο για την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ.
Η ανακήρυξη του Ισραήλ πυροδότησε την πολεμική σύγκρουση των Εβραίων με τους Παλαιστίνιους, αλλά και με στρατεύματα από γειτονικές αραβικές χώρες. Η κατάπαυση του πυρός βρίσκει τους Παλαιστίνιους σε κατάσταση, καταστροφής (Al Nakba), με το Ισραήλ να ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής, την Ιορδανία την Δυτική Όχθη και την Αίγυπτο την Γάζα. Το 1967 το Ισραήλ κατέλαβε την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Δυτική Όχθη, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της Γάζας και την αιγυπτιακή χερσόνησο του Σινά.
Αν και αποχώρησε από τη Γάζα, ο ΟΗΕ θεωρεί ακόμη την περιοχή μέρος κατεχόμενου εδάφους. 100 και πλέον χρόνια μετά, μέρος της Γάζα ελέγχεται από την Χαμάς, μια παλαιστινιακή οργάνωση, χαρακτηρισμένη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις ΗΠΑ και άλλες χώρες ως τρομοκρατική. Τις τελευταίες εβδομάδες υπάρχει μεγάλη ένταση στην περιοχή, λόγω της απειλής έξωσης Παλαιστινίων από την Ανατολική Ιερουσαλήμ και την εκτόξευση πυραύλων εκ μέρους της Χαμάς προς το Ισραήλ, για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια.
Παρά το ανοικτό μέτωπο της Παλαιστίνης και τις μνήμες πολέμου, το Ισραήλ έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να επαναπροσδιορίσει εν μέρει τις σχέσεις της με αρκετά αραβικά κράτη, όπως με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, τη Σαουδική Αραβία, το Μαρόκο και το Σουδάν. Αξιοποιώντας τον ανταγωνισμό αρκετών κρατών με το Ιράν, σταθερά την τελευταία δεκαετία το Τελ Αβίβ χτίζει γέφυρες με χώρες της περιοχής. Οι αντιδράσεις αραβικών χωρών για τα τεκταινόμενα στην Παλαιστίνη κρίνονται ως οι πλέον «χλιαρές» των τελευταίων ετών.
Η ανάπτυξης πολιτικής συνεννόησης του Ισραήλ έρχεται σε αντίθεση με τις επιδιώξεις του Τούρκου προέδρου και του Ιρανού θρησκευτικού ηγέτη Ιράν Αγιατολάχ Χαμενέι, που οραματίζονταν την ηγεμονία των μουσουλμάνων της Μέσης Ανατολής, ειδικά των σιιτικών. Με το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης και στο όνομα του Ισλάμ, ο Ερντογάν ανέπτυξε μία άκρως επιθετική πολιτική παρέμβασης της Μέσης Ανατολής, προωθώντας εαυτόν σε πατερναλιστική θέση για τους ομόθρησκους «αδερφούς» του. Δεν δίστασε να διεξάγει πολεμικού τύπου επιχειρήσεις στη Συρία, το Ιράκ και τη Λιβύη προκειμένου να προωθήσει την νεο-οθωμανική τύπου Τουρική επιρροή στην περιοχή. Ενδεικτικά κέρδη της πολιτικής αυτής ήταν η αποδυνάμωση των Κούρδων και το Τουρκο-Λυβικό Μνημόμιο. Το γενικό αποτέλεσμα όμως, της επιθετικής αυτής πολιτικής, φέρνει την Τουρκία σε θέση αντιπαράθεσης με τα περισσότερα κράτη της περιοχής και μία αβάσταχτη, πλέον, οικονομική αιμορραγία. Ακόμη και στην εξαρτημένη από την Τουρκία Λιβύη πληθαίνουν οι φωνές για μία ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, με την απομάκρυνση όλων των ξένων στρατευμάτων – πλέον πρόσφατη φωνή αυτή της Λίβυας Υπουργού εξωτερικών.
Η αξιοποίηση των κοιτασμάτων στη Μεσόγειο έχει επίσης φέρει σε τροχιά σύγκρουσης την Τουρκία με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, δύο χώρες που για τον ίδιο λόγο έχουν έρθει πλέον σε συνεννόηση. Η προσπάθεια πειρατείας των ενεργειακών πόρων των δύο χωρών εκ μέρους της Άγκυρας έχει προκαλέσει ισχυρά αντανακλαστικά στο Τελ Αβίβ και το Κάιρο, φέρνοντας τις δύο χώρες σε συνεννόηση και με την Ελλάδα και την Κύπρο.
Το πλαίσιο διπλωματικής δυσκολίας για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ενισχύεται και από την προσέγγιση της Αθήνας με τα κράτη της περιοχής, αλλά και την αλλαγή σκυτάλης στο Λευκό Οίκο. Η Ελλάδα έχει καταφέρει το τελευταίο διάστημα να χρίσει σημαντικούς δεσμούς με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αλλά και άλλες χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία. Την ίδια στιγμή, ο Πρόεδρος Μπάιντεν δείχνει αποφασισμένος να επαναφέρει την Τουρκία στο άρμα της Δύσης και στο δρόμο της συνεννόησης με τη Μέση Ανατολή. Ίδωμεν…
*ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος είναι διεθνολόγος, ερευνητής του Τμήματος Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών ΕΚΠΑ