Το εποπτικό συμβούλιο του Facebook αποφάσισε σήμερα να διατηρήσει την απαγόρευση σε βάρος του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να αναρτά μηνύματα στη σελίδα του στο Facebook και τον λογαριασμό του στο Instagram.
Δεν πρόκειται, εντούτοις, για μια οριστική απόφαση, καθώς το «συμβούλιο των σοφών» του δημοφιλούς μέσου κοινωνικής δικτύωσης έκρινε πως δεν είναι «ενδεδειγμένο για το Facebook να επιβάλει» μια επ’ αόριστον τιμωρία, όπως εξηγεί το Συμβούλιο σε ένα δελτίο τύπου.
Η εταιρεία ακατάλληλα επέβαλε μια απροσδιόριστη αναστολή χωρίς σαφείς προδιαγραφές, λέει το Συμβούλιο, ζητώντας μια επαναξιολόγηση από την εταιρεία. Το Συμβούλιο αναφέρει πως το Facebook θα πρέπει να καθορίσει μια απάντηση που συνάδει με τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται σε άλλους χρήστες της πλατφόρμας.
«Το Facebook άφησε την αόριστη αναστολή σε ισχύ και παρέπεμψε το όλο θέμα στο Εποπτικό Συμβούλιο, ελπίζοντας, προφανώς, ότι το Συμβούλιο θα έκανε ό,τι δεν είχε κάνει», σημειώνει ο πρώην ομοσπονδιακός δικαστής Μάικλ Μακόνελ, συμπρόεδρος του Συμβουλίου, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, μετά την έκδοση της απόφασης (https://www.oversightboard.com/decision/FB-691QAMHJ/.)
Ο Μακόνελ πρόσθεσε: «Αόριστες κυρώσεις αυτού του είδους, δεν περνούν το διεθνές ή αμερικανικό τεστ όσφρησης για σαφήνεια, συνέπεια και διαφάνεια».
Του ζητάει, επομένως, να «επανεξετάσει» την απόφαση «που επέβαλε στις 7 Ιανουαρίου», εντός του επόμενου εξαμήνου.
«Θα εξετάσουμε τώρα την απόφαση του συμβουλίου και θα καθορίσουμε μια δράση που θα είναι σαφής και ανάλογη», δήλωσε ο Νικ Κλεγκ, ο αντιπρόεδρος του Facebook διεθνών σχέσεων και επικοινωνίας, σε μια ανάρτηση σε μπλογκ μετά την απόφαση.
«Στο μεταξύ, οι λογαριασμοί του Τραμπ παραμένουν σε αναστολή».
Ο πρώην προσωπάρχης του Τραμπ, Μαρκ Μίντοους, καταδίκασε αμέσως την απόφαση αυτή σε δηλώσεις του στο τηλεοπτικό δίκτυο Fox News, εκτιμώντας πως θα έχει έναν αποτρεπτικό αντίκτυπο στην ελευθερία της έκφρασης.
«Είναι μια θλιβερή ημέρα για την Αμερική, είναι μια θλιβερή ημέρα για το Facebook», τόνισε.
Το εποπτικό συμβούλιο, οι αποφάσεις του οποίου είναι δεσμευτικές, έκρινε πως ο πρώην ένοικος του Λευκού Οίκο «δημιούργησε ένα περιβάλλον όπου ένας σοβαρός κίνδυνος να ξεσπάσει βία ήταν πιθανός», με τα σχόλια που έκανε στις 6 Ιανουαρίου, την ημέρα της εφόδου στο Καπιτώλιο.
«Τη στιγμή της δημοσίευσης των μηνυμάτων του Τραμπ, υπήρχε ένας ξεκάθαρος και άμεσος κίνδυνος να προκληθεί ζημιά και τα λόγια του στήριξης των ατόμων που ενεπλάκησαν στα επεισόδια νομιμοποίησαν τις βίαιες ενέργειές τους», επισήμανε.
Ως πρόεδρος, ο Τραμπ ασκούσε ισχυρή επιρροή, επισημαίνεται επίσης. «Το εύρος των δημοσιεύσεών του ήταν σημαντικό, με 35 εκατομμύρια ακολούθους στο Facebook και 24 εκατομμύρια στο Instagram».
Το Συμβούλιο διατύπωσε, επιπλέον, συστάσεις πολιτικής προκειμένου να εφαρμόσει το Facebook «ώστε να αναπτύξει πολιτικές σαφείς, απαραίτητες και ανάλογες, οι οποίες θα ευνοούν την δημόσια ασφάλεια και θα σέβονται την ελευθερία της έκφρασης».
Το Facebook είχε απαγορεύσει από την πλατφόρμα του τον πρώην πρόεδρο μία ημέρα μετά την εισβολή στο Κογκρέσο, τον Ιανουάριο, από ένα πλήθος υποστηρικτών του, κατά την επικύρωση της νίκης του Τζο Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές του 2020.
Ο όμιλος είχε κατά το παρελθόν ανεχθεί πληθώρα μηνυμάτων από τον Ρεπουμπλικανό δισεκατομμυριούχο, που είχαν κριθεί προβληματικά από μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και στους κόλπους του.
Όμως, την 7η Ιανουαρίου, το δίκτυο ανέστειλε τελικά «μέχρι νεωτέρας» τον λογαριασμό του Τραμπ, διότι ο τότε πρόεδρος είχε παραβιάσει τους κανονισμούς σχετικά με την υποκίνηση βίας, ιδίως σε ένα βίντεο, όπου εξέφραζε τη στήριξή του στους ταραχοποιούς.
Στα τέλη Ιανουαρίου, το Facebook στράφηκε προς το εποπτικό συμβούλιό του για να αποφασίσει επί της υπόθεσης.
Η εταιρεία χρηματοδοτεί με 130 εκατομμύρια δολάρια αυτού του είδους το ανεξάρτητο «ανώτατο δικαστήριο», το οποίο συνθέτουν 20 μέλη, μεταξύ αυτών δημοσιογράφοι, δικηγόροι, προασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πρώην πολιτικοί ηγέτες.
Οι υποστηρικτές του δισεκατομμυριούχου κατηγορούν το Facebook για λογοκρισία. Στον αντίποδα, όσοι τάσσονται υπέρ της διατήρησης της υφιστάμενης κατάστασης θεωρούν, από την πλευρά τους, ότι η αναστολή του λογαριασμού του πρώην προέδρου έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα.
«Χρησιμοποιούσε το Facebook και τις άλλες πλατφόρμες για να διαδώσει μηνύματα ξεκάθαρα ψευδή σχετικά με τις εκλογικές διαδικασίες, υπονομεύοντας με αποτελεσματικό τρόπο την αμερικανική δημοκρατία», εκτιμά ο Σάμιουελ Γούλεϊ, της Σχολής Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου του Τέξας.