Για την αλλαγή της νομοθεσίας περί προστασίας από μεταδοτικά νοσήματα που αποφάσισε την Τρίτη (13/4) η γερμανική κυβέρνηση μίλησε η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ χαρακτηρίζοντάς τη «σημαντική και αναγκαία» ενώ τόνισε ότι η απόφαση ελήφθη ήδη με «μεγάλη καθυστέρηση».
Αιτιολογώντας τη βασική αλλαγή, η οποία προβλέπει ότι ενεργοποιείται αυτομάτως το «φρένο έκτακτης ανάγκης», όταν τα κρούσματα κορονοϊού ξεπερνούν τα 100 ανά 100.000 κατοίκους εντός μίας εβδομάδας, η γερμανίδα καγκελάριος δήλωσε σε δραματικό τόνο: «Η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή» και πρόσθεσε όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι θα ήταν πολύ αργά, «εάν περιμέναμε να γεμίσουν όλες οι κλίνες στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας».
«Οι εκκλήσεις των γιατρών και των νοσηλευτών δεν είναι δυνατόν να αγνοηθούν», συνέχισε η καγκελάριος, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου και εξήγησε ότι τα μέτρα τοπικής εμβέλειας ήταν φανερό ότι πλέον δεν επαρκούσαν. «Πρέπει να θέσουμε σε νέα βάση την συνεργασία ομοσπονδίας και κρατιδίων» είπε στρέφοντας το βλέμμα στις εβδομάδες ατέρμονων διαβουλεύσεων με τους πρωθυπουργούς των κρατιδίων που έχουν προηγηθεί.
Το σχέδιο νόμου θα τεθεί τώρα υπ’ όψιν των Κοινοβουλευτικών Ομάδων των κομμάτων, ενώ θα επιδιωχθεί οι διαδικασίες έγκρισής του από το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο και το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο να προχωρήσουν το ταχύτερο δυνατό. Η Κ.Ο. του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) έχει ανακοινώσει ωστόσο ότι απαιτείται περαιτέρω διαδικασία, γεγονός το οποίο ενδέχεται να καθυστερήσει τη διαδικασία.
Κατά την ίδια συνέντευξη Τύπου, η Άνγκελα Μέρκελ ρωτήθηκε και για το ζήτημα της επιλογής υποψήφιου Καγκελάριου της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU), μεταξύ του αρχηγού του CDU Αρμιν Λάσετ και του Αρχηγού του CSU Μάρκους Ζέντερ, για να απαντήσει ότι δεν σκοπεύει να αναμιχθεί.