Οι δυνάμεις ασφαλείας της Μιανμάρ σκότωσαν τουλάχιστον έναν διαδηλωτή σήμερα, σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα, την ώρα που εκδιωχθέντες βουλευτές της χώρας εξετάζουν αν το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο μπορεί να ερευνήσει τη διάπραξη εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας μετά το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου.
Ο στρατός και η αστυνομία χρησιμοποιούν ολοένα και πιο βίαιες τακτικές για να καταστείλουν τις διαδηλώσεις κατά της χούντας, όμως αυτό δεν έχει σταματήσει τους πολίτες, με μεγάλα πλήθη να συγκεντρώνονται ξανά σε αρκετές πόλεις, όπως σημειώνει το ΑΜΠΕ.
Οι δυνάμεις ασφαλείας έκαναν χρήση δακρυγόνων για να διαλύσουν τους διαδηλωτές στην πόλη Αουνγκμπάν στην κεντρική Μιανμάρ και άνοιξαν πυρ, σύμφωνα με μέσα ενημέρωσης και έναν αυτόπτη μάρτυρα.
Ο μάρτυρας αυτός δήλωσε ότι είδε έναν άνθρωπο να πέφτει νεκρός και άκουσε ότι υπάρχουν και άλλα θύματα. Ο ειδησεογραφικός ιστότοπος Kanbawza Tai έγραψε στο Facebook ότι οι νεκροί είναι έξι.
Η καταστολή είναι έντονη και στην οικονομική πρωτεύουσα της Μιανμάρ, τη Ρανγκούν.
«Φόνοι, βασανιστήρια, καταστροφή σπιτιών και περιουσιών, λεηλασίες» αυτές είναι οι τακτικές που χρησιμοποιούν οι δυνάμεις ασφαλείας εναντίον των πολιτών, σύμφωνα με την Ένωση Αρωγής Πολιτικών Κρατουμένων (AAPP).
«Η χούντα καλλιεργεί ένα κλίμα φόβου και υποταγής» προσθέτει η μη κυβερνητική οργάνωση.
Οι πολίτες «αναγκάζονται υπό την απειλή όπλων να καταστρέψουν τα οδοφράγματα» που έχουν στήσει τις τελευταίες ημέρες οι διαδηλωτές.
Ο συνολικός αριθμός των νεκρών ανέρχεται σε τουλάχιστον 224, σύμφωνα με την AAPP. Ο πραγματικός απολογισμός των νεκρών ενδέχεται να είναι μεγαλύτερος καθώς πολλοί από τους συλληφθέντες κρατούνται σε μυστικές τοποθεσίες και αγνοούνται.
Εκρπόσωπος της χούντας δήλωσε ότι οι δυνάμεις ασφαλείας κάνουν χρήση βίας μόνο όταν είναι απαραίτητο, κάτι που απορρίπτουν οι επικριτές των πραξικοπηματιών.
Στο μεταξύ ο απεσταλμένος στον ΟΗΕ της Μιανμάρ, ο οποίος κατήγγειλε δημοσίως τη χούντα, δήλωσε ότι μια επιτροπή εκδιωχθέντων βουλευτών εξετάζει πώς μπορούν οι στρατιωτικοί να λογοδοτήσουν για τη βία που ακολούθησε το πραξικόπημα.
«Το ΔΠΔ είναι μία επιλογή», δήλωσε ο Κιάου Μόε Τουν. «Η χώρα μας δεν συμμετέχει στο ΔΠΔ, όμως πρέπει να (…) εξετάσουμε τρόπους και μέσα να φέρουμε την υπόθεση ενώπιόν του».
Στη Γενεύη ειδικοί σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ κατήγγειλαν τις αναγκαστικές εκτοπίσεις πληθυσμού, τις αυθαίρετες συλλήψεις και τους φόνους των φιλοδημοκρατικών διαδηλωτών. Επεσήμαναν εξάλλου ότι οι ξένες κυβερνήσεις θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να προσάγουν στη δικαιοσύνη όσους είναι υπεύθυνοι για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Μαζική έξοδος
Σε αυτό το κλίμα πολλοί κάτοικοι της Ρανγκούν εγκατέλειπαν σήμερα την πόλη των περίπου 5 εκατομμυρίων κατοίκων, σε αρκετές συνοικίες της οποίας έχει επιβληθεί στρατιωτικός νόμος.
Μεγάλες ουρές οχημάτων γεμάτων με οικοσκευές και είδη πρώτης ανάγκης σχηματίστηκαν στους οδικούς άξονες που οδηγούν έξω από την πόλη, σύμφωνα με τις εικόνες που μετέδωσε τοπικό μέσο ενημέρωσης.
Στους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης πολλοί χρήστες ενθαρρύνουν τους κατοίκους της Ρανγκούν να την εγκαταλείψουν, διότι «η κατάσταση στην πόλη είναι φρικτή», όμως κάποιοι τους ζητούν να μείνουν από «αλληλεγγύη».
Στην άλλη πλευρά των συνόρων οι αρχές της Ταϊλάνδης προετοιμάζονται για μεγάλη εισροή μεταναστών.
«Μπορούμε να υποδεχθούμε 30.000 με 50.000» δήλωσε ο κυβερνήτης της επαρχίας Τακ.
Περίπου 90.000 πρόσφυγες από τη Μιανμάρ ζουν ήδη κατά μήκος των συνόρων μήκους 1.800 χιλιομέτρων που χωρίζουν τις δύο χώρες, αφού εγκατέλειψαν τις εστίες τους έπειτα από δεκαετίες εμφύλιου πολέμου μεταξύ του στρατού και ανταρτών.