Η αστυνομία της Μιανμάρ απήγγειλε κατηγορίες σε βάρος της έκπτωτης ηγέτιδας Αούνγκ Σαν Σου Τσι για παράνομη εισαγωγή τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού και θα παραμείνει υπό κράτηση έως τις 15 Φεβρουαρίου για έρευνες, σύμφωνα με αστυνομικό έγγραφο, αναφέρει το ΑΠΕ.
Ο στρατός της Μιανμάρ κατέλαβε την εξουσία προχθές, Δευτέρα, συλλαμβάνοντας τη βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης Σου Ται και άλλους πολιτικούς. Το πραξικόπημα διέκοψε τη μακρά μετάβαση της Μιανμάρ στη δημοκρατία και προκάλεσε την καταδίκη των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων χωρών της Δύσης.
Αίτημα της αστυνομίας σε δικαστήριο για τις κατηγορίες σε βάρος της 75χρονης Σου Τσι αναφέρει πως βρέθηκαν έξι ασύρματα γουόκι-τόκι σε έρευνα στο σπίτι της στην πρωτεύουσα Ναϊπιντάου. Οι ασύρματοι, όπως αναφέρει, εισήχθησαν παράνομα και χρησιμοποιούνταν χωρίς άδεια.
Το αναθεωρημένο σήμερα έγγραφο ζητούσε την κράτηση της Σου Τσι «προκειμένου να ανακριθούν μάρτυρες, να ζητηθούν στοιχεία και να επιδιωχθεί νομική συμβολή μετά την ανάκριση της κατηγορουμένης».
Σύμφωνα με ξεχωριστό έγγραφο, η αστυνομία απήγγειλε κατηγορίες σε βάρος του έκπτωτου προέδρου Ουίν Μιντ για παραβίαση πρωτοκόλλων προκειμένου να αναχαιτισθεί η εξάπλωση του κορονοϊού στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας τον περασμένο Νοέμβριο.
Το κόμμα της Σου Τσι, η Εθνική Ένωση για τη Δημοκρατία (NLD), κατήγαγε συντριπτική νίκη στις εκλογές, αλλά ο στρατός ισχυρίστηκε πως αμαυρώθηκαν από νοθεία και αιτιολόγησε με αυτόν τον τρόπο την κατάληψη της εξουσίας.
Η εκλογική επιτροπή έκρινε πως η ψηφοφορία ήταν δίκαιη.
Η Σου Τσι παρέμεινε για περίπου 15 χρόνια σε κατ΄οίκον περιορισμό ανάμεσα στο 1989 και το 2010 καθώς ηγήθηκε του κινήματος για τη δημοκρατία στη χώρα και παραμένει πολύ δημοφιλής στην πατρίδα της παρά το πλήγμα που υπέστη η διεθνής φήμη της λόγω των δεινών των μουσουλμάνων προσφύγων Ροχίνγκια το 2017.
Το NLD ανέφερε νωρίτερα σε μια ανακοίνωση ότι τα γραφεία του σε διάφορες περιοχές δέχθηκαν έφοδο και κάλεσε τις αρχές να σταματήσουν τις παράνομες, όπως τις χαρακτήρισε, ενέργειες μετά την εκλογική νίκη του.
Η Ομάδα των Επτά μεγαλύτερων ανεπτυγμένων οικονομικών καταδίκασε σήμερα το πραξικόπημα και είπε πως το αποτέλεσμα των εκλογών πρέπει να γίνει σεβαστό.
«Καλούμε τον στρατό να θέσει αμέσως τέρμα στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης, να επαναφέρει την εξουσία στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, να αφήσει ελεύθερους όσους συνελήφθησαν άδικα και να σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου», ανέφερε σε μια ανακοίνωση η G7.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν απείλησε να επαναφέρει τις κυρώσεις σε βάρος των στρατηγών που κατέλαβαν την εξουσία.
Ο στρατηγός Μαρκ Μάιλι, επικεφαλής του Κοινού Επιτελείου Στρατού, προσπάθησε αλλά δεν κατάφερε να επικοινωνήσει με τον στρατό της Μιανμάρ μετά το πραξικόπημα.
Ο στρατός κυβερνούσε την πρώην βρετανική αποικία από το 1962 μέχρι την άνοδο στην εξουσία του κόμματος της Σου Τσι το 2015 στη βάση ενός Συντάγματος που διασφαλίζει έναν μεγάλο ρόλο των στρατηγών στην κυβέρνηση.
Η διεθνής φήμη της ως πρωτοπόρου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπέστη μεγάλο πλήγμα μετά την εκδίωξη εκατοντάδων χιλιάδων μουσουλμάνων Ροχίνγκια το 2017 και του γεγονότος ότι υπεραμύνθηκε των ενεργειών του στρατού απέναντι στις κατηγορίες για γενοκτονία.