Η Κίνα υπεραμύνθηκε της αιματηρής καταστολής των διαδηλωτών υπέρ της δημοκρατίας, το 1989 στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου, λέγοντας σήμερα, παραμονή της 25ης επετείου, πως επέλεξε το σωστό δρόμο για χάρη του λαού.
Για το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα, οι διαδηλώσεις του 1989, οι οποίες κατέκλυσαν την πλατεία Τιενανμέν στο Πεκίνο και επεκτάθηκαν σε άλλες πόλεις, παραμένουν ταμπού καθώς η κυβέρνηση έχει χαρακτηρίσει τις διαμαρτυρίες αυτές «αντεπαναστατικές».
Η επέτειος της ημέρας εκείνης του 1989 κατά την οποία οι στρατιώτες εισέβαλαν πυροβολώντας στο κέντρο του Πεκίνου, ουδέποτε έχει τιμηθεί στην ηπειρωτική Κίνα, αν και κάθε χρόνο πραγματοποιούνται τελετές στο Χονγκ Κονγκ, το οποίο επέστρεψε στην κινεζική κυριαρχία το 1997, καθώς και στην Ταϊβάν.
Η κυβέρνηση ουδέποτε ανακοίνωσε απολογισμό των νεκρών της καταστολής, όμως σύμφωνα με εκτιμήσεις οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αυτοπτών μαρτύρων ο αριθμός τους κυμαίνεται από μερικές εκατοντάδες μέχρι αρκετές χιλιάδες.
«Η κινεζική κυβέρνηση έχει από καιρό καταλήξει σ’ ένα συμπέρασμα για την πολιτική αναταραχή στα τέλη της δεκαετίας του 1980», δήλωσε κατά την καθημερινή ενημέρωση των δημοσιογράφων ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Χονγκ Λέι.
«Στις πάνω από τρεις τελευταίες δεκαετίες μεταρρύθμισης και ανοίγματος, τα τεράστια επιτεύγματα της Κίνας στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη έχουν κερδίσει την παγκόσμια προσοχή. Η οικοδόμηση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου συνέχισε να τελειοποιείται», δήλωσε ο εκπρόσωπος.
«Μπορεί να ειπωθεί ότι ο δρόμος προς το σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά τον οποίο ακολουθούμε σήμερα, συμφωνεί με την εθνική συνθήκη της Κίνας και τα θεμελιώδη συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού της Κίνας, πράγμα που αποτελεί φιλοδοξία ολόκληρου του λαού της Κίνας».
Το υπουργείο Εξωτερικών είναι τυπικά η μοναδική κυβερνητική υπηρεσία που απαντά τακτικά σε ερωτήσεις ξένων δημοσιογράφων, ιδιαίτερα για ευαίσθητα θέματα.
Ενόψει της επετείου έχουν πραγματοποιηθεί συλλήψεις, η ασφάλεια έχει ενισχυθεί στο Πεκίνο, ενώ έχουν καταστεί αυστηρότεροι οι έλεγχοι στο Ίντερνετ και σημειώνονται σοβαρά προβλήματα στις υπηρεσίες της Google.
Ο Χονγκ δεν θέλησε να σχολιάσει γιατί η Google έχει γίνει στόχος των αρχών, λέγοντας μόνο ότι η κυβέρνηση «διαχειρίζεται το Ίντερνετ σύμφωνα με το νόμο».
Η Google από την πλευρά της διαβεβαίωσε πως διεξήγαγε μια ολόκληρη σειρά προωθημένων ελέγχων και οι δυσκολίες που συναντούν οι χρήστες των υπηρεσιών της δεν οφείλονται επ’ ουδενί σ’ αυτή.
Στο Sina Weibo, το κινεζικό Twitter, η ίδια η λέξη «Τιενανμέν» ήταν σήμερα λογοκριμένη, μαζί με τις παραδοσιακά μπλοκαρισμένες διατυπώσεις όπως «4 Ιουνίου» ή «35 Μαΐου» – η φανταστική ημερομηνία που χρησιμοποιείται μερικές φορές για να υποδηλωθεί η επέμβαση του στρατού εναντίον των διαδηλωτών.
Παράλληλα συνεχίζεται μια εκστρατεία εκφοβισμού του ξένου Τύπου και ένα κύμα συλλήψεων διαφωνούντων.
Ο τελευταίος από τους συλληφθέντες είναι ο σινοαυστραλός καλλιτέχνης Γκούο Τζιάν, ο οποίος συνελήφθη το βράδυ της Κυριακής στην κατοικία του στο Πεκίνο, σύμφωνα με τους οικείους του.
Η σύλληψή του πραγματοποιήθηκε την επομένη της δημοσίευσης ενός άρθρου στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» στο οποίο περιέγραφε ένα από τα πρόσφατα έργα του που αναπαριστούσε την πλατεία Τιενανμέν καλυμμένη με 160 κιλά κιμά.
«Ο Γκούο Τζιάν είναι το τελευταίο θύμα της ανελέητης εκστρατείας καταστολής των κινεζικών αρχών καθώς πλησιάζει η επέτειος της Τιενανμέν», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η οργάνωση υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Διεθνής Αμνηστία.
Από τα φύλλα των «Φαϊνάνσιαλ Τάμις» που κυκλοφόρησαν στο Πεκίνο είχε αφαιρεθεί η συνέντευξη του Γκούο Τζιάν και ορισμένα μεγάλα ξενοδοχεία δεν παρέλαβαν ποτέ την εφημερίδα.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, τουλάχιστον 66 άνθρωποι έχουν συλληφθεί, μερικοί από τους οποίους κρατούνται μυστικά, έξω από κάθε δικαστική διαδικασία.
Άλλα πήραν οδηγίες να παραμείνουν στο σπίτι τους και να μην δημιουργήσουν προβλήματα.«Έλαβα εντολή να μείνω σπίτι μου», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο οικολόγος Βου Λιχόνγκ.
Ερωτηθείς για τη σύλληψη του Γκούο Τζιάν, ένας εκπρόσωπος της κινεζικής διπλωματίας απάντησε απλώς ότι «η Κίνα είναι ένα κράτος δικαίου».