Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν σήμερα νέες κυρώσεις σε Σύρους βουλευτές και στρατιωτικούς αξιωματούχους που κατηγορούνται ότι υποστηρίζουν την παραγωγή πετρελαίου της Συρίας προς όφελος της εξουσίας του Μπασάρ αλ-Άσαντ.
Συνολικά, το υπουργείο Οικονομικών και το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ συμπεριέλαβαν στη μαύρη λίστα τους 19 πρόσωπα και οντότητες. Πρόκειται για εταιρίες της βιομηχανίας πετρελαίου, την Arfada Petroleum Private Joint Company και τη Sallizar Shipping SAL, που έχουν την έδρα τους στον Λίβανο και τη Συρία, καθώς και για τα στελέχη τους.
Ανάμεσα στα πρόσωπα που αναφέρονται είναι ο επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών της πολεμικής αεροπορίας, ο Γασάν Τζαουντάτ Ισμαήλ, και ο επικεφαλής ενός άλλου σκέλους των υπηρεσιών πληροφοριών, ο Νασρ Αλ-‘Αλι.
Αυτά τα μέτρα παγώνουν τυχόν περιουσιακά στοιχεία των συγκεκριμένων προσώπων στις Ηνωμένες Πολιτείες, εμποδίζουν την πρόσβασή τους στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και τους απαγορεύουν την είσοδο στο αμερικανικό έδαφος.
Είναι το πέμπτο κύμα κυρώσεων από την έναρξη ισχύος στα μέσα Ιουνίου του «νόμου Καίσαρα», που πήρε το όνομά του από το ψευδώνυμο «Καίσαρ» ενός πρώην φωτογράφου της συριακής στρατιωτικής αστυνομίας που λιποτάκτησε το 2013 παίρνοντας μαζί του 55.000 φωτογραφίες που δείχνουν την ωμότητα, την κακοποίηση και τις καταχρήσεις στις συριακές φυλακές.
Η ακρόασή του, μεταμφιεσμένου και χωρίς να αποκαλυφθεί η ταυτότητά του, ενώπιον του αμερικανικού Κογκρέσου το 2014 ήταν η αιτία για τη θέσπιση του νόμου που φέρει το όνομά του και που χρειάστηκε πέντε χρόνια για να υλοποιηθεί.
Σε ανακοίνωση, ο υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν δήλωσε «αποφασισμένος να συνεχίσει να ασκεί οικονομική πίεση στο καθεστώς του Άσαντ και στους υποστηρικτές του λόγω της καταστολής που ασκεί το καθεστώς».
Ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Μάικ Πομπέο εξήγησε ότι αυτές οι κυρώσεις είχαν αποφασιστεί ως φόρος τιμής στα θύματα του βομβαρδισμού στην αγορά της Ντούμα, στις 30 Οκτωβρίου 2015, από τις «δυνάμεις του Μπασάρ αλ Άσαντ που υποστηρίζονται από το Ιράν και τη Ρωσία», και κατά τον οποίο «σκοτώθηκαν περισσότεροι από 70 Σύροι πολίτες».