Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που πάγωσε ολόκληρη η Κύπρος.
Το ημερολόγιο έγραφε 14 Αυγούστου 2005 όταν η πτήση 522 της κυπριακής εταιρίας Helios Airways, με αεροσκάφος τύπου Boeing 737-31S, κατέπεσε στο Γραμματικό, στέλνοντας στον θάνατο 121 επιβάτες.
Το τραγικό δυστύχημα σήμανε για τον μηχανικό Alan Irwin μια δικαστική μάχη που κράτησε 8 χρόνια. Ήταν όμως αυτός ο βασικός υπαίτιος της αεροπορικής τραγωδίας;
Αυτό αναρωτιέται ο βρετανικός Guardian με εκτενές δημοσίευμά του, θέλοντας να συζητηθεί εκ νέου μια ιστορία που έχει τελεσιδικήσει.
Ο μηχανικός αεροσκαφών Alan Irwin έμενε με τη σύντροφο και τα δυο του παιδιά σε ένα διαμέρισμα στη Λάρνακα, μερικά λεπτά μακριά από το αεροδρόμιο. Είχε υπογράψει εξάμηνο συμβόλαιο με τη low budget κυπριακή αεροπορική Helios Airways εκείνο τον Απρίλιο.
Εξιλαστήριο θύμα;
Η Helios λειτουργούσε με τρία Boeing 737 και η δουλειά του Irwin ήταν ο έλεγχος τους μετά την προσγείωσή τους στη Λάρνακα, ώστε να είναι σίγουροι για την εκ νέου απογείωσή τους.
Εκείνη τη μέρα τού τηλεφώνησαν στις 8:00 το πρωί να μεταβεί εσπευσμένα στο κέντρο επιχειρήσεων της Helios. Όλοι ήταν σε πανικό, ανακαλεί στη συνέντευξη που έδωσε στο βρετανικό μέσο, είχαν χάσει την επικοινωνία με την πτήση 522 από τη Λάρνακα στην Αθήνα.
Το κέντρο επιχειρήσεων είχε δεχτεί μόλις την κλήση της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, πως δύο F-16 είχαν απογειωθεί για να το αναχαιτίσουν.
Οι πιλότοι των μαχητικών ανέφεραν πως η θέση του κυβερνήτη ήταν άδεια και πως ο συγκυβερνήτης ήταν πεσμένος στο πιλοτήριο, ίσως λιπόθυμος. Οι μόλις τρεις επιβάτες που μπορούσαν να διακρίνουν οι πιλότοι ήταν ακίνητοι, φορώντας τις μάσκες οξυγόνου.
«Όλοι σκέφτηκαν τρομοκρατία», λέει ο Irwin.
Το αεροσκάφος, στον αυτόματο πιλότο, έκανε κύκλους πάνω από την Αθήνα. Στις 9:03 το πρωί, το αεροπλάνο συνετρίβη στο Γραμματικό, σκοτώνοντας τους 115 επιβάτες και τα 6 μέλη του πληρώματος.
Σύμφωνα με τον Irwin, η Boeing κατηγόρησε για την καταστροφή τους κυβερνήτες. «Οι διαδικασίες δεν ακολουθήθηκαν κατά γράμμα», επανέλαβε τον Απρίλιο του 2019 ο γενικός διευθυντής της Boeing, Dennis Muilenburg.
Έναν μήνα μετά η εταιρία παραδέχτηκε ωστόσο πως γνώριζε για ένα σφάλμα στο λογισμικό των 737 Max ήδη έναν χρόνο πριν από τη μοιραία πτήση.
Ο Guardian λέει τώρα πως εκπρόσωπος της Boeing μίλησε στην εφημερίδα μέσα στον Σεπτέμβριο και είπε πως μετά τις νέες συντριβές των 737 Max το 2018 και το 2019, η εταιρία επικαιροποίησε το πρόγραμμα και «εργάζεται στενά με την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας [των ΗΠΑ] και άλλους διεθνείς οργανισμούς ώστε να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες τους και να επιστρέψουν τα 737 Max σε λειτουργία».
Μετά τη συντριβή, οι έρευνες στράφηκαν στον επικεφαλής των πιλότων της Helios, Ianko Stoimenov, και τον κυβερνήτη Hans-Jürgen Merten, ο οποίος σκοτώθηκε στο δυστύχημα. Μεταξύ αυτών και ο Alan Irwin, πυροδοτώντας μια δικαστική μάχη για τα επόμενα 8 χρόνια.
Το πόρισμα Τσολάκη, η έκθεση της Ελληνικής Επιτροπής Διερεύνησης Αεροπορικών Δυστυχημάτων, έκανε από την πρώτη στιγμή λόγο για «παραμονή του διακόπτη συμπίεσης του αεροσκάφους στη χειροκίνητη ρύθμιση κατά τον έλεγχο πριν από την πτήση. Αυτό είχε ως επακόλουθο να μειώνονται όσο περνούσε η ώρα τα επίπεδα της ατμοσφαιρικής πίεσης και κατ’ επέκταση τα επίπεδα του οξυγόνου στο εσωτερικό του αεροπλάνου».
Ο Irwin κατηγορήθηκε ότι δεν είχε επαναφέρει τον διακόπτη συμπίεσης στο «αυτόματο», ως όφειλε, αφήνοντάς τον στη χειροκίνητη ρύθμιση. Και κατόπιν έφταιγαν οι πιλότοι, που ειδοποιήθηκαν από το σύστημα για το λάθος, αλλά δεν έδωσαν σημασία.
«Τα συστήματα ελέγχου του αεροπλάνου εντόπισαν το πρόβλημα με την ατμοσφαιρική πίεση και στο πιλοτήριο ήχησε ο συναγερμός. Ωστόσο, οι πιλότοι συνέχισαν την ανοδική πορεία χωρίς να δώσουν σημασία», διαβάζουμε στο πόρισμα Τσολάκη.
Και η Boeing απέδωσε τελικά το δυστύχημα σε ανθρώπινο λάθος. Μόνο που ο Irwin λέει τώρα πως τα αίτια ήταν πιο περίπλοκα από αυτό και το σύστημα συναγερμού των Boeing 737 παρουσίαζε δυσλειτουργίες ήδη από το 1994.
«Το πλήρωμα έχει κάποιες ευθύνες», παρατηρεί, «γιατί στο τέλος της ημέρας εκείνοι είναι υπεύθυνοι για τον έλεγχο του αεροπλάνου. Αν όμως η Boeing είχε ακούσει τις ανησυχίες, το δυστύχημα δεν θα είχε συμβεί».
Η έκθεση της Boeing, μετά την ανάλυση που έγινε στο εργαστήριό της στο Σιάτλ το 2006, αποφάνθηκε πως για όλα έφταιγε ο διακόπτης συμπίεσης. Και οι κυβερνήτες που αγνόησαν τα προειδοποιητικά σήματα.
Ο Irwin επιμένει πως ήταν τα σχεδιαστικά λάθη της Boeing αυτά που ευθύνονταν για την τραγωδία. Ο Guardian εξασφάλισε και ένα αδημοσίευτο έγγραφο αποτίμησης της κατάστασης από την αμερικανική Ομοσπονδιακή Διοίκηση Αεροπλοΐας, το οποίο εκτιμά πως προβλήματα με τη συμπίεση του αεροσκάφους και με το σύστημα επισήμανσης κινδύνου ήταν «πιθανότατα σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε» στο δυστύχημα.
Στο ίδιο έγγραφο σημειώνεται ότι το πρόβλημα δεν ήταν πιθανό να εντοπιστεί από το πλήρωμα του αεροσκάφους ή το προσωπικό εδάφους, όπως οι μηχανικοί, και μπορούσε να οδηγήσει σε «καταστροφικό συμβάν».