Ο πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν θα συμμετάσχει σήμερα σε προεκλογικές συγκεντρώσεις ενόψει των δημοτικών εκλογών της Κυριακής για να ξεκουράσει τη φωνή του έπειτα από εβδομάδες εκστρατείας σε όλη τη χώρα, ανακοινώθηκε από το γραφείο του.
Ο τουρκικός Τύπος αναφέρει σήμερα πως ο εισαγγελέας της Άγκυρας άρχισε έρευνα για τις συνθήκες υπό τις οποίες δημοσιοποιήθηκαν χθες στο ίντερνετ τα πρακτικά μιας συνεδρίασης κατά την οποία τούρκοι αξιωματούχοι έκαναν λόγο για μια στρατιωτική επέμβαση στη Συρία.
Η διαρροή αυτή, τρεις ημέρες πριν από τις δημοτικές εκλογές της Κυριακής, έκανε την τουρκική κυβέρνηση να διατάξει τον αποκλεισμό του ιστότοπου YouTube.
Η ηχογράφηση που δημοσιοποιήθηκε χθες από το YouTube αφορά μια εμπιστευτικού χαρακτήρα συνεδρίαση, στην οποία ο υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου και ο αρχηγός των υπηρεσιών πληροφοριών (MIT) Χακάν Φιντάν ομιλούν για το σενάριο μιας μυστικής επιχείρησης που θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τουρκική στρατιωτική απάντηση στη Συρία.
Το υπουργείο δεν διέψευσε ότι πραγματοποιήθηκε αυτή η συνεδρίαση, αλλά υποστήριξε πως ένα μέρος των πρακτικών «χειραγωγήθηκε».
Η διαρροή προκάλεσε την οργή του πρωθυπουργού Ερντογάν, ο οποίος κατήγγειλε μια «άτιμη, δειλή, ανήθικη πράξη» και υποσχέθηκε πως θα καταδιώξει τους δράστες της «μέχρι τις σπηλιές τους».
«Πρόκειται προφανώς για μια πράξη κατασκοπείας. Μόνο το καθεστώς στη Συρία μπορεί να επωφεληθεί από μια τέτοια πράξη» σχολίασε σήμερα ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μπουλέντ Αρίντς.
Όπως και για τις προηγούμενες ηχογραφήσεις που κατακλύζουν εδώ και πολλές εβδομάδες το Ίντερνετ, ο Ερντογάν κατηγόρησε, χωρίς να τους κατονομάσει, τους πρώην συμμάχους του του κινήματος του ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκουλέν, ο οποίος είναι εγκατεστημένος στις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας πως ευθύνονται για τη δημοσιοποίηση αυτή, στο πλαίσιο μιας «συνωμοσίας» με στόχο να υποστεί ο ίδιος βλάβη.
Παρά την απαγόρευση που διατάχθηκε χθες από την τουρκική αρχή τηλεπικοινωνιών (ΤΙΒ), ο ιστότοπος YouTube παραμένει προσβάσιμος σήμερα στην Τουρκία. Η απαγόρευση του YouTube, έπειτα από εκείνη που είχε στόχο το Twitter την περασμένη εβδομάδα, προκάλεσε πολλές επικρίσεις, κυρίως στις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον.