Πριν από 30 χρόνια, ο Σαντάμ Χουσέιν ανακήρυξε το Κουβέιτ «19η επαρχία» του Ιράκ. Οι αντίπαλοί του, που βρίσκονται σήμερα στην εξουσία στη Βαγδάτη, αποκατέστησαν τους δεσμούς με αυτήν τη στρατηγικής σημασίας γειτονική χώρα. Όμως μεταξύ των πολιτών των δύο χωρών, οι πληγές του «πολέμου του Κόλπου» εξακολουθούν να είναι ανοικτές.
Από τη Βαγδάτη μέχρι τη Βασόρα, από το Κιρκούκ μέχρι τη Βαβυλώνα, οι Ιρακινοί ομοφωνούν: η εισβολή της 2ας Αυγούστου 1990 και η κατοχή που τερματίστηκε στις 2 Μαρτίου του επόμενου έτους από έναν συνασπισμό υπό την ηγεσία της Ουάσινγκτον «υπέγραψε την αρχή του τέλους».
«Είμαστε καταραμένοι από την εισβολή στο Κουβέιτ, δεν έχουμε ζήσει ούτε μια μέρα ηρεμίας», λέει η Ουμ Σάραχ, συνταξιούχος δασκάλα στη Βαγδάτη. Και απαριθμεί το εμπάργκο, την αμερικανική εισβολή, τον εμφύλιο πόλεμο, τη διαθρησκευτική βία, την τζιχαντιστική προέλαση…
Όλα ξεκίνησαν τέσσερις ημέρες μετά την είσοδο ιρακινών στρατευμάτων στο Κουβέιτ. Ο ΟΗΕ επιβάλλει εμπάργκο, από το οποίο οι Ιρακινοί θα βγουν μόνο έπειτα από μια άλλη εισβολή: εκείνην των Αμερικανών στη χώρα τους το 2003.
Στη διάρκεια αυτού του αποκλεισμού το ιρακινό δηνάριο, που άξιζε τότε τρία δολάρια, διαιρείται διά του…9.000.
Ο μισθός του Τζάσεμ Μοχάμεντ, δασκάλου στο Κουτ (νότια), δεν άξιζε τότε παραπάνω από… την τιμή «ενός κοτόπουλου» στην αγορά. Τότε, μερικές ημέρες, «τρώγαμε μόνο χορτάρι για τα ζώα», θυμάται ο Γιάσερ Σαφάρ, 44 ετών.
Κυρίως, λέει ο Μοχάμεντ, «το εμπάργκο άλλαξε τη νοοτροπία» και άνοιξε διάπλατα τον δρόμο στη διαφθορά, ενδημική σήμερα στο Ιράκ όπου οι δημόσιοι υπάλληλοι ‘συμπληρώνουν’ τον ισχνό μισθό τους με το αντίτιμο ενός ‘ρουσφετιού».
Ο Χισάμ Μοχάμεντ, από την πλευρά του, έζησε τον κοινωνικό υποβιβασμό του πατέρα του, που ήταν ένας πλούσιος έμπορος ειδών οικοδομής. «Με το εμπάργκο, κανένα προϊόν δεν έμπαινε στη χώρα και όλο το κεφάλαιό του, 100.000 δηνάρια, δεν άξιζε τίποτε πλέον», διηγείται στο Γαλλικό Πρακτορείο και αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο 50χρονος από τη Βαγδάτη.
Η μεσαία τάξη εξαφανίστηκε και άλλα κοινωνικά στρώματα άρχισαν να ευημερούν: οι οπαδοί του «συστήματος D», εκείνοι που ήξεραν πώς να κάνουν ένα λάστιχο ακόμη και ταλαιπωρημένο να κρατάει, πώς να γυρίζουν οι τουρμπίνες χωρίς ανταλλακτικά, εκείνοι που πρόσφεραν σε χρυσή τιμή λάμπες πετρελαίου για τις πολύωρες διακοπές ρεύματος, ξαναβρήκαν για πολλοστή φορά τις παλιές τους συνήθειες…
Όσο για τον στρατό, έχασε τα πάντα – μπροστά στις κάμερες όλου του κόσμου, που ζούσε με την «Καταιγίδα της ερήμου», τον πρώτο πόλεμο σε απευθείας μετάδοση.
Ο Σαρμάντ αλ-Μπαγιάτι, αξιωματικός την εποχή της εισβολής στο Κουβέιτ, είδε στρατιώτες να επιστρέφουν στο Ιράκ με τα πόδια. Και όταν επέστρεφαν στη χώρα, «να κάνουν μικροδουλειές στη διάρκεια της άδειάς τους για να τα βγάλουν πέρα».
Και ενώ το Ιράκ βυθιζόταν στον μαρασμό, το Κουβέιτ ευημερούσε.
Στο εμιράτο, ωστόσο, πολλές οικογένειες θρηνούν ακόμη τους νεκρούς ή τους αγνοουμένους τους, πρώην κρατούμενοι εξακολουθούν να μιλάνε για βασανιστήρια και, το περασμένο καλοκαίρι, πτώματα που ανακαλύφθηκαν σε μαζικούς τάφους στο νότιο Ιράκ, μεταφέρθηκαν στο Κουβέιτ.
Στη διάρκεια των ετών, η οικογένεια του Άχμεντ Καμπαζάρντ, ενός εξέχοντος μέλους της κουβεϊτιανής «αντίστασης», που υπέστη βασανιστήρια κα στη συνέχεια εκτελέστηκε, έκανε το σπίτι του, το οποίο είχε εν μέρει καταστραφεί από τους Ιρακινούς, ένα μικρό μουσείο των φρικαλεοτήτων της κατοχής.
Σήμερα, το σπίτι έχει ανοικοδομηθεί αλλά η κόρη του, Σορούκ, δηλώνει στο Γαλλικό Πρακτορείο πως «εξακολουθεί να μην έχει ξεκάθαρα συναισθήματα απέναντι στους Ιρακινούς». Ακόμη κι αν, «με τον καιρό, ανακαλύψαμε ότι κι εκείνοι υπέφεραν όπως κι εμείς από την τυραννία του Σαντάμ Χουσέιν».
Η Γκίντα αλ-Άμερ λέει ότι «χάρηκε» με την πτώση του δικτάτορα το 2003. Κατά την εισβολή, οι στρατιώτες του «είχαν κρεμάσει με ηλεκτρικό καλώδιο» την αδελφή της που είχε κατασκευάσει εκρηκτικά για την «αντίσταση».
Κατεστραμμένα σπίτια, συγγενείς εξαφανισμένοι ή κρατούμενοι, απαλλοτριωθείσες επιχειρήσεις: το Κουβέιτ αποτίμησε τις απώλειές του και ο ΟΗΕ παρουσίασε τον λογαριασμό στο Ιράκ — το οποίο παρέμεινε έως το 2010 υπό το καθεστώς των κυρώσεων του ΟΗΕ.
Μέσα σε 30 χρόνια, η Βαγδάτη κατέβαλε 43,6 δισ. ευρώ. Και η χώρα, που διέρχεται τη χειρότερη οικονομική κρίση της πρόσφατης ιστορίας της, οφείλει ακόμη 3,3 δισεκ. ευρώ.
Οι σχέσεις των δύο χωρών χρειάστηκαν 20 χρόνια για να αποκατασταθούν. Το 2018, το Κουβέιτ φιλοξένησε μια διάσκεψη για την ανοικοδόμηση του Ιράκ και ήταν το πρώτο που ανακοίνωσε μια συμβολή στον κοινό κορβανά (δύο δισ. δολάρια).
Όμως η αντιδικία παραμένει: η Βαγδάτη αναγνωρίζει τα χερσαία σύνορα που σχεδίασε το 2003 ο ΟΗΕ, αλλά εκτιμά πως τα θαλάσσια σύνορα εμποδίζουν την πρόσβασή της στον Κόλπο, που είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομία της. Από καιρού εις καιρόν, το πολεμικό ναυτικό του Κουβέιτ συλλαμβάνει Ιρακινούς ψαράδες.
Όσο για τους αγνοούμενους –ένα εκατομμύριο από την κάθε πλευρά– μόλις 215 λείψανα Κουβεϊτιανών και 85 Ιρακινών έχουν παραδοθεί, σύμφωνα τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού.
«Μπορούμε να συγχωρήσουμε» αλλά είναι «αδύνατο να ξεχάσουμε την εισβολή» λέει η Σορούκ Καμπαζάρντ. «Είναι το πιο σημαντικό γεγονός για μια ολόκληρη γενιά».