«Σερβία και ΕΕ: ένας δύσκολος αγώνας» είναι ο τίτλος άρθρου το οποίο δημοσιεύεται στον ιστότοπο European Voice και στο οποίο επισημαίνεται ότι η ΕΕ ξεκίνησε ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τη Σερβία την 21η Ιανουαρίου, ως απόρροια της απόφασης της Σερβίας να δεχθεί να εξομαλύνει τις σχέσεις της με το Κόσοβο σε θέματα συνόρων και εμπορίου.
Σύμφωνα με το άρθρο, η ένταξη των χωρών της πρώην Γιουγκοσλαβίας που παραμένουν εκτός ΕΕ αποτελεί πιο δύσκολο εγχείρημα από παλαιότερες περιπτώσεις. Η δυσκολία έγκειται στο ότι το τέλος του κομμουνισμού στα κράτη αυτά έφερε πόλεμο και καταστροφή. Σε αντίθεση με τα κράτη της Βαλτικής, όπου η στροφή στις φιλελεύθερες ευρωπαϊκές δημοκρατικές αξίες υποστηρίχθηκε με σχετικά προγράμματα από την ΕΕ και τις ΗΠΑ, στη Γιουγκοσλαβία η κατάρρευση του ομοσπονδιακού κράτους συνέβαλε στη διόγκωση της μαφίας και τη διείσδυσή της στον κρατικό μηχανισμό, τονίζεται.
Παράλληλα, σημειώνεται η πρόοδος που έχει παρουσιάσει η Σερβία τα τελευταία 13 χρόνια και μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς.
Ωστόσο, συνεχίζει το άρθρο, ορισμένα δείγματα δυσλειτουργικής συμπεριφοράς παραμένουν. Παρά την υιοθέτηση ορισμένων ευρωπαϊκών προτύπων, η εφαρμογή ορισμένων μεταρρυθμίσεων αμφισβητείται. Οι μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη το 2009 , αντί να θέσουν αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια για το διορισμό δικαστών, απλά διόρισαν εκ νέου το σύνολο της δικαστικής εξουσίας. Ενώ σε δημοκρατικά κράτη οι δικαστές προστατεύονται από απόλυση, η οποία μπορεί να γίνει μόνο με ειδική διαδικασία, στη Σερβία εκατοντάδες δικαστές απολύθηκαν με αδιαφανείς, μη αντικειμενικές διαδικασίες. Επίσης, υπάρχουν υψηλά ποσοστά ανησυχίας των πολιτών σχετικά με την ακεραιότητα των δικαστικών. Σύμφωνα με δημοσκόπηση της ΤΝS το 2012, το 87% θεωρεί ότι ο ρόλος των δικαστών στην καταπολέμηση της διαφθοράς είναι πολύτιμος, αλλά οι Σέρβοι δικαστές είναι οι ίδιοι πολύ διεφθαρμένοι για να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο αποτελεσματικά.
Άλλο παράδειγμα δυσλειτουργικής συμπεριφοράς είναι το αμφιλεγόμενο άρθρο 359, με αφετηρία την κομμουνιστική περίοδο, με στόχο να σταματήσει η λεηλασία των κρατικών περιουσιακών στοιχείων από δημόσιους λειτουργούς, καθώς σχεδόν όλες οι επιχειρήσεις ανήκαν στο κράτος. Κατά συνέπεια, επέβαλε περιορισμό για τους λειτουργούς που διευθύνουν αυτές τις επιχειρήσεις ώστε να μην μπορούν να επωφεληθούν από τη λειτουργία τους. Η διάταξη αυτή παρέμεινε και μετά το τέλος του κομμουνιστικού καθεστώτος και την απελευθέρωση της οικονομίας. Καθώς κάθε επιχείρηση υποτίθεται ότι είναι κερδοσκοπική, το άρθρο 359 έδινε τη δυνατότητα σε όποιον έλεγχε το κράτος με μια διάταξη να κάνει κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων και να αποκλείει αντιπάλους. Μετά τις αντιρρήσεις της ΕΕ, η Σερβία απέσυρε το άρθρο και εισήγαγε το άρθρο 234, το οποίο είχε τα ίδια αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, η απομάκρυνση του άρθρου 359 ήταν αποτέλεσμα άσκησης πίεσης από την ΕΕ, αλλά οδήγησε σε κλιμάκωση των παραβιάσεων θεμελιωδών ελευθεριών με το νέο άρθρο. Τα παραπάνω άρθρα κάνουν επιφυλακτικούς τους ξένους επενδυτές, τα επίπεδα των ξένων επενδύσεων παραμένουν χαμηλά και είναι δύσκολο το ενδεχόμενο αλλαγής χωρίς παράλληλη μεταρρύθμιση του συστήματος δικαιοσύνης.
Το άρθρο κλείνει εκφράζοντας την ελπίδα ότι η ΕΕ θα αξιοποιήσει αποφασιστικά την ενταξιακή διαδικασία για να προκαλέσει ουσιαστικές αλλαγές στη Σερβία και όχι μια απλή αποδοχή του συνόλου των κανόνων δικαίου της ΕΕ.