Πριν από μερικές ημέρες και συγκεκριμένα το πρωί της Δευτέρας 17 Φεβρουαρίου, στο διεθνές αεροδρόμιο της Γενεύης σήμανε συναγερμός. Ένα αεροσκάφος Boeing 767-300 των αιθιοπικών αερογραμμών, που μετέφερε 202 επιβάτες και πλήρωμα και το οποίο είχε αναχωρήσει από την Αντίς Αμπέμπα με προορισμό τη Ρώμη, άλλαξε πορεία μετά από αεροπειρατεία που σημειώθηκε σε αυτό και προσγειώθηκε εκεί.
Όπως αποδείχτηκε λίγη ώρα μετά, ο αεροπειρατής ήταν ο συγκυβερνήτης του αεροσκάφους, ο οποίος κατέλαβε το πιλοτήριο, όταν ο κυβερνήτης βγήκε έξω από αυτό για να πάει στην τουαλέτα. Ο συγκυβερνήτης προχώρησε σε αυτήν την ενέργεια, όπως υποστήριξε, γιατί ήθελε να ζητήσει άσυλο στην Ελβετία.
Διαβάστε παρακάτω τη μαρτυρία ενός από τους επιβάτες όπως δημοσιεύτηκε στο reddit.com:
«Είμαι άντρας, 25 χρονών και βρισκόμουν στην πτήση τράνζιτ ET702 που αναχώρησε από την Αντίς Αμπέμπα.
Απόδειξη: η φωτογραφία από το καρτελάκι των αποσκευών μου.
Στο αεροσκάφος έγινε αεροπειρατεία μία ώρα μετά την απογείωση.
Η ιστορία έχει ως εξής:
Αφότου μπήκα στο αεροσκάφος, πήγα στη θέση μου στην οικονομική ζώνη. Καθόμουν δίπλα σε παράθυρο στη δεξιά πλευρά του αεροπλάνου.
Ήταν αργά το βράδυ, κοντά στα μεσάνυχτα και γρήγορα μετά την απογείωση με πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησα περίπου μία ώρα μετά, εξαιτίας του θορύβου που έκαναν οι μάσκες οξυγόνου που έπεσαν κάτω.
Ταράχτηκα και κοίταξα τη διπλανή μου. Κι εκείνη έδειχνε το ίδιο μπερδεμένη και αναστατωμένη με μένα. Δε φαινόταν να υπάρχει κάποιο πρόβλημα στην πτήση ή αναταραχές στην ατμόσφαιρα και έτσι πίστεψα ότι ήταν απλά κάποιο τεχνικό πρόβλημα, ή ότι κάποιος είχε πατήσει το λάθος κουμπί.
Όλοι κοιταζόμασταν μεταξύ μας, κι αναρωτιόμασταν τι μπορεί να έχει συμβεί.
Ξαφνικά, μια βαθιά και θυμωμένη φωνή ακούστηκε από τα μεγάφωνα.
‘Καθίστε κάτω, βάλτε τις μάσκες σας, κόβω την παροχή οξυγόνου’ είπε τρεις φορές.
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή.
Κάποιος βρισκόταν στο πιλοτήριο και στο αεροσκάφος είχε σημειωθεί αεροπειρατεία.
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, κόπηκε το οξυγόνο στην καμπίνα: ένιωσα ότι είχα αρχίσει να ζαλίζομαι και αποφάσισα να φορέσω τη μάσκα οξυγόνου, όπως και οι υπόλοιποι επιβάτες.
Αμέσως μετά, το αεροσκάφος ξαφνικά σταμάτησε να κατεβαίνει για περίπου 8 δευτερόλεπτα, μετά ανέβηκε προς τα επάνω και τελικά σταθεροποιήθηκε.
Άνθρωποι έκλαιγαν, άλλοι φώναζαν και κάποιοι άλλοι προσεύχονταν.
Με είχε πιάσει πανικός.
Ήμουν παγωμένος.
Από εκεί κι έπειτα περιμέναμε για κάποια ενημέρωση, κάποια πληροφορία για το τι συνέβαινε. Αλλά αυτή δεν ήρθε ποτέ.
Πετούσαμε για περισσότερες από έξι ώρες ακόμη, γνωρίζοντας ότι ένας αεροπειρατής είχε τον έλεγχο του αεροσκάφους.
Ποιος ήταν άραγε; Ποιες ήταν οι προθέσεις του;
Άρχισα να κάνω πολλές σκέψεις… το μυαλό μου πήγε πολύ μακριά.
Σκεφτόμουν ότι από τη στιγμή που κατά πάσα πιθανότητα ήταν μόνος, δε θα προσγείωνε το αεροσκάφος σε κάποιο αεροδρόμιο, γιατί θα τον έπιαναν αμέσως.
Έτσι, κατέληξα στο ότι δεν επρόκειτο να προσγειωθούμε κάπου με ασφάλεια.
Κοιτούσα έξω από το παράθυρο και το μόνο που έβλεπα ήταν σκοτάδι.
Για τις επόμενες έξι ώρες, από το μυαλό μου πέρασε κάθε πιθανό καταστροφικό σενάριο: από μια ξαφνική πτώση στον ωκεανό, μέχρι το να πέσουμε επάνω σε κάποιο κτίριο, σε άλλο αεροσκάφος ή να προσγειωθούμε και να μας σκοτώσουν ως μάρτυρες.
Σε αυτό το σημείο θυμάμαι να προσπαθώ να στείλω ένα SMS στην οικογένειά μου και τη σύντροφό μου: ‘Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το αεροπλάνο. Σας αγαπώ, είστε οι καλύτεροι’. Η μπαταρία μου τελείωνε κι εγώ φοβόμουν ότι κάποιος άλλος τρομοκράτης θα με πάρει χαμπάρι και θα με πυροβολήσει.
Δεν υπήρχε δίκτυο, κι έτσι αποφάσισα να κλείσω τη συσκευή σκεπτόμενος ότι θα την άνοιγα ξανά λίγο προτού συντριβούμε έτσι ώστε τα μηνύματα να μπορέσουν να σταλούν.
Καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια κρατιόμασταν χέρι χέρι με τη γυναίκα που καθόταν δίπλα μου. Ήταν μια πολύ καλή, απλή, μεγαλύτερης ηλικίας Ιταλίδα.
Κάθε δευτερόλεπτο σε αυτές τις έξι ώρες αβεβαιότητας και επικείμενου θανάτου ήταν ένα ψυχολογικό βασανιστήριο.
Έσπασα, άφησα να με κυριεύσουν τα συναισθήματά του, είπα αντίο, από το μυαλό μου πέρασε όλη η οικογένειά μου, στιγμές από το παρελθόν, ποιος θα κληρονομήσει τα πράγματά μου και πολλά ακόμη…
Η πτήση ήταν προγραμματισμένο να προσγειωθεί στη Ρώμη στις 4 τα ξημερώματα.
Στις 5 και μισή εμείς βρισκόμασταν ακόμη στον αέρα.
Από το παράθυρο μπορούσα να διακρίνω μια ακτογραμμή.
Γύρω στις 5:45 το αεροσκάφος ξαφνικά άρχισε να κάνει κύκλους. Κύκλους αριστερά, κύκλους δεξιά.
Νομίζω ότι αυτό επαναλήφθηκε τουλάχιστον 20 φορές.
Σκεφτόμουν ότι ίσως ο αεροπειρατής θέλει να ξοδέψει όλα τα καύσιμα και να ακινητοποιήσει το αεροπλάνο.
Βρισκόμασταν ακόμη στο ίδιο υψόμετρο, δεν πηγαίναμε προς το έδαφος.
Μετά από αυτή την τρομακτική αλληλουχία κύκλων, το αεροσκάφος άρχισε να κατεβαίνει με φυσιολογική ταχύτητα. Όταν φτάσαμε στα σύννεφα, τα φτερά άνοιξαν όπως σε οποιαδήποτε κανονική προσγείωση, αλλά εγώ σκεφτόμουν ότι είναι κάποιος τρόπος για να συμβεί μεγαλύτερο κακό.
Στο μυαλό μου έλεγα: ‘Αυτό είναι, θα συγκρουστούμε με κάτι’.
Κοιτώντας από το τζάμι του παραθύρου μπορούσα να δω κάποια φώτα, όμως ήταν ακόμη σκοτάδι. Πηγαίναμε γρήγορα και πετούσαμε πάνω από πολλά σπίτια.
Και ξαφνικά… από κάτω μας υπήρχε ένα αεροδρόμιο.
Όσο θυμάμαι αυτή τη στιγμή, νιώθω να ανατριχιάζω σε όλο μου το κορμί.
Προσγειωνόμαστε… ΠΡΟΣΓΕΙΩΝΟΜΑΣΤΕ… είναι αλήθεια; Συμβαίνει στην πραγματικότητα; Έγινε κάποιο θαύμα;
Αγγίξαμε το έδαφος και τελικά το αεροσκάφος ακινητοποιήθηκε εντελώς, λίγο μακριά από το terminal.
Θυμάμαι να κλαίω, ενώ οι περισσότεροι επιβάτες (Ιταλοί) είχαν ξεσπάσει σε χειροκροτήματα.
Εκείνη τη στιγμή, για πρώτη φορά μέσα σε έξι ώρες, μια αεροσυνοδός μας ενημέρωσε για τον συγκυβερνήτη, μας είπε ότι βρισκόμασταν στη Γενεύη και πως σύντομα η ελβετική αστυνομία θα ερχόταν για να εκκενώσει το αεροσκάφος.
Έτσι κι έγινε.
Οι ελβετικές αρχές μπήκαν στο αεροπλάνο και μας είπαν να βάλουμε τα χέρια μας επάνω από τα κεφάλια μας και να παραμείνουμε ήρεμοι.
Μία ώρα μετά ήμουν τελικά έξω.
Περάσαμε από έλεγχο και μας συμπεριφέρθηκαν πολύ ευγενικά οι Ελβετοί. Μας προσέφεραν σάντουιτς, ζεστή σοκολάτα, δωρεάν wifi και ψυχολόγους.
Μερικές ώρες μετά κατάφερα να πάρω τις αποσκευές μου και βγήκα από την κανονική πύλη.
Η μητέρα μου ήταν ήδη εκεί. Πήγαμε μια βόλτα στη λίμνη Leman και φάγαμε σπιτικό φαγητό. (Τελικός μου προορισμός από τη Ρώμη ήταν η Γενεύη)
Το ψυχολογικό σοκ και η επίδραση που είχε αυτή τη εμπειρία επάνω μου δεν είναι αμελητέα.
Ακόμη βρίσκομαι σε σοκ.
Είμαι πολύ τυχερός όμως… κι εύχομαι κανείς από εσάς να μην ζήσει κάτι παρόμοιο».