Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν δημοσιευτεί δεκάδες επιστημονικές έρευνες γύρω από τη βιολογική προέλευση της ομοφυλοφιλίας.
Πρόσφατα μάλιστα ερευνητές από το πανεπιστήμιο Northwestern στο Ιλινόις των ΗΠΑ, υποστήριξαν ότι τα γονίδια σε τουλάχιστον δύο χρωμοσώματα επηρεάζουν το σεξουαλικό προσανατολισμό.
«Πώς όμως αυτό ταιριάζει με τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου;» αναρωτιέται σε άρθρο του στο BBC ο William Kremer.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 επιστήμονες αναφέρουν ότι η ομοφυλοφιλία είναι πιο κοινή σε αδέρφια και συγγενείς με κοινή «μητρική γραμμή», κάτι που απέδιδαν σε κάποιο γενετικό παράγοντα.
Επίσης σχετικές -παρότι δεν αποτελούν καμία απόδειξη- είναι οι έρευνες που υποστηρίζουν ότι έχουν εντοπίσει διαφορές στους εγκεφάλους «στρέιτ» και ομοφυλόφιλων, καθώς επίσης και εκείνες που αναφέρουν ομοφυλοφιλικές συμπεριφορές στα ζώα.
Από τη στιγμή όμως που οι ομοφυλόφιλοι (άντρες και γυναίκες) έχουν λιγότερα παιδιά από τους «στρέιτ», ανακύπτει ένα πρόβλημα.
«Αυτό είναι ένα παράδοξο από μια εξελικτική σκοπιά» ανέφερε ο Paul Vasey από το πανεπιστήμιο Lethbridge στον Καναδά. «Πώς μπορεί ένα χαρακτηριστικό σαν την ομοφυλοφιλία, που έχει μια γενετική συνιστώσα, να εξακολουθεί να υπάρχει στην εξέλιξη του χρόνου, από τη στιγμή που τα άτομα που φέρουν τα γονίδια που σχετίζονται με αυτό το χαρακτηριστικό δεν αναπαράγονται;».
Οι επιστήμονες δε γνωρίζουν την απάντηση σε αυτό το «δαρβινικό παζλ», ωστόσο υπάρχουν αρκετές θεωρίες γύρω από αυτό.
Είναι πιθανό να λειτουργούν διαφορετικοί μηχανισμοί σε διαφορετικούς ανθρώπους. Οι περισσότερες θεωρίες συνδέονται με έρευνες γύρω από την ομοφυλοφιλία στους άντρες. Η εξέλιξη της ομοφυλοφιλίας στις γυναίκες δεν έχει μελετηθεί αρκετά –και ίσως να λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο, ή με κάποιον άλλο εντελώς διαφορετικό.
Τα γονίδια της ομοφυλοφιλίας
Τα αλληλόμορφα –ή ομάδες γονιδίων- που κάποιες φορές κωδικοποιούν τον ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό, μπορεί κάποιες άλλες φορές να εμφανίζουν ισχυρό αναπαραγωγικό πλεονέκτημα. Αυτό θα μπορούσε αντισταθμίσει την έλλειψη των ομοφυλόφιλων σε ό,τι αφορά την αναπαραγωγική διαδικασία και να εξασφαλίσει τη συνέχιση του χαρακτηριστικού γνωρίσματός τους, καθώς αυτό περνά στις επόμενες γενιές από τους μη-ομοφυλόφιλους φορείς.
Υπάρχουν δύο ακόμη τρόποι που θα μπορούσε να συμβαίνει αυτό.
Μία πιθανότητα είναι ότι το αλληλόμορφο γονίδιο φέρει ένα ψυχολογικό χαρακτηριστικό που κάνει τους στρέιτ άντρες να ελκύονται από γυναίκες και το αντίστροφο.
«Γνωρίζουμε ότι οι γυναίκες τείνουν να προτιμούν περισσότερο θηλυκά χαρακτηριστικά στους άντρες σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά τους ή τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, και αυτό θα μπορούσε να συνδεθεί για παράδειγμα με τις γονικές δεξιότητές τους ή την ικανότητά τους για ενσυναίσθηση» σχολίασε ο Qazi Rahman, ένας εκ των συγγραφέων του «Born Gay; The Psychobiology of Sex Orientation».
Ένας άλλος τρόπος, με τον οποίο ένα «ομοφυλόφιλο αλληλόμορφο γονίδιο» θα μπορούσε να αντισταθμίσει το αναπαραγωγικό έλλειμμα, θα ήταν με το να προκαλεί το αντίστροφο αποτέλεσμα στο αντίθετο φύλο.
Για παράδειγμα, ένα αλληλόμορφο που καθιστά το φορέα του να έλκεται από άνδρες έχει ένα προφανές αναπαραγωγικό πλεονέκτημα στις γυναίκες. Αν εμφανίζεται στο γενετικό κώδικα ενός άντρα θα κωδικοποιήσει την έλξη αυτού προς το ίδιο φύλο. Όμως από τη στιγμή που αυτό συμβαίνει σπάνια, το αλληλόμορφο εξακολουθεί να έχει ένα καθαρό εξελικτικό πλεονέκτημα.
Ο Andrea Camperio-Ciani από το πανεπιστήμιο της Padova στην Ιταλία βρήκε, ότι οι γυναίκες συγγενείς των ομοφυλόφιλων αντρών από την πλευρά της μητέρας τους είχαν περισσότερα παιδιά, σε σχέση με τις γυναίκες συγγενείς –από την πλευρά της μητέρας τους- των στρέιτ ανδρών.
Το συμπέρασμα είναι ότι υπάρχει ένας άγνωστος μηχανισμός στο χρωμόσωμα Χ του γενετικού κώδικα των ανδρών, ο οποίος οδηγεί τις γυναίκες στην οικογένεια να κάνουν περισσότερα μωρά, αλλά μπορεί να οδηγήσει και σε ομοφυλοφιλία στους άντρες.
Η ομοφυλοφιλία και η θεωρία των «βοηθών στη φωλιά»
Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι προκειμένου να κατανοήσει κανείς την εξέλιξη της ομοφυλοφιλίας στους ανθρώπους, πρέπει να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο εντάσσονται/ταιριάζουν στον ευρύτερο πολιτισμό τους.
Η έρευνα του Paul Vasey στη Σαμόα εστίασε σε μια θεωρία που ονομάζεται «υπόθεση των βοηθών στη φωλιά».
Σύμφωνα με αυτή, οι ομοφυλόφιλοι αντισταθμίζουν την έλλειψη της «προσφοράς» τους σε παιδιά, προωθώντας την αναπαραγωγική ικανότητα των αδερφών τους, συμβάλλοντας είτε χρηματικά, ή προσφέροντας άλλες υπηρεσίες όπως για παράδειγμα φύλαξη των παιδιών, ή διδασκαλία.
Μέρος του γενετικού κώδικα του ομοφυλόφιλου μοιράζεται με αυτόν τον τρόπο με τα ανίψια του και –όπως υποστηρίζει η θεωρία- «περνούν» στις επόμενες γενιές τα γονίδια που κωδικοποιούν το σεξουαλικό προσανατολισμό.
Ο Vasey παρατήρησε ότι οι γκέι άντρες στη Σαμόα περνούσαν περισσότερο χρόνο με τα ανίψια τους, συγκριτικά με τους στρέιτ.
Ο ίδιος μελέτησε τους «fa’afafine», που αυτοπροσδιορίζονται ως ένα «τρίτο φύλο». Ντύνονται σαν γυναίκες και κάνουν σεξ με άντρες, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους ως στρέιτ. Είναι μια ομάδα τρανσέξουαλ, οι οποίοι δε θέλουν να λέγονται ούτε γκέι, ούτε ομοφυλόφιλοι.
Ο Vasey εικάζει ότι ένας λόγος, για τον οποίο οι fa’afafine ασχολούνται περισσότερο με τα ανίψια τους έχει να κάνει με την αποδοχή του «φύλου» τους στον πολιτισμό και την κουλτούρα της Σαμόα, συγκριτικά με αυτό που ισχύει στις δυτικές κοινωνίες.
Οι ομοφυλόφιλοι έχουν παιδιά
Στις ΗΠΑ περίπου το 37% των λεσβιών, των γκέι, των αμφιφυλόφιλων και των τρανσέξουαλ έχουν παιδί, με το 60% αυτών να είναι βιολογικά τους παιδιά.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Williams, τα ζευγάρια των ομοφυλόφιλων έχουν κατά μέσο όρο δύο παιδιά, προσθέτει το δημοσίευμα.
Τα νούμερα αυτά μπορεί να μην είναι τόσο υψηλά, ώστε να διατηρηθούν τα γενετικά χαρακτηριστικά αυτής της ομάδας, ωστόσο –όπως υποστηρίζει ο εξελικτικός βιολόγος Jeremy Yoder- στο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ιστορίας οι ομοφυλόφιλοι δεν ζούσαν ανοιχτά ως γκέι. Καταπιεσμένοι από την κοινωνία να συνάπτουν γάμους και να αποκτούν παιδιά, οι αναπαραγωγικοί ρυθμοί τους μπορεί να ήταν μεγαλύτεροι από ό,τι είναι σήμερα.
Επιπλέον, το πόσοι ομοφυλόφιλοι έχουν παιδιά, εξαρτάται ακόμη από το πώς προσδιορίζει κανείς το «είμαι ομοφυλόφιλος». Για παράδειγμα, πολλοί «στρέιτ» άντρες που κάνουν σεξ με τους fa’afafine στη Σαμόα παντρεύονται γυναίκες και κάνουν παιδιά.
Στη Δύση, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι πολλοί άνθρωποι περνούν από μια φάση «ομοφυλοφιλικής δραστηριότητας» στη ζωή τους.
Τη δεκαετία του 1940 ο αμερικανός σεξολόγος Alfred Kinsey είχε υποστηρίξει ότι ενώ μόλις το 4% των λευκών ανδρών ήταν αποκλειστικά γκέι μετά την εφηβεία, ένα 10% συνέχιζε για τρία περίπου χρόνια τις «ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες» και ένα 37% έκανε σεξ με άτομο του ίδιου φύλου κάποια στιγμή στη ζωή του.
Μια έρευνα που έγινε την περασμένη χρονιά στο Ηνωμένο Βασίλειο, γύρω από τη σεξουαλική συμπεριφορά, αποκάλυψε ότι το 16% περίπου των γυναικών είχαν κάποια σεξουαλική εμπειρία με μια άλλη γυναίκα (με το 8% αυτών να αναφέρουν και επαφή στα γεννητικά όργανα). Το αντίστοιχο ποσοστό στους άντρες ήταν 7% με το 5% αυτών να αναφέρει και σεξουαλική επαφή.
Δεν είναι όλα DNA
O Qazi Rahman υποστηρίζει ότι τα αλληλόμορφα γονίδια που κωδικοποιούν το σεξουαλικό προσανατολισμό εξηγούν μόνο μερικές από τις διαφορετικές ποικιλίες στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Στο «παιχνίδι» μπαίνουν και άλλοι βιολογικοί παράγοντες, με περίπου έναν στους επτά ομοφυλόφιλους άντρες να δηλώνει ότι η σεξουαλικότητά του οφείλεται στην «επίδραση του μεγάλου αδερφού».
Ο ίδιος περιγράφει την παρατήρησή του αυτή, λέγοντας ότι τα αγόρια με μεγαλύτερους αδερφούς έχουν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να γίνουν γκέι. Με κάθε επιπλέον μεγαλύτερο αδερφό, αυξάνονται οι πιθανότητες ομοφυλοφιλίας κατά περίπου ένα τρίτο.
Κανείς δε γνωρίζει γιατί συμβαίνει αυτό, όμως μία θεωρία υποστηρίζει ότι με κάθε εγκυμοσύνη με αγόρι, ο οργανισμός της γυναίκας σχηματίζει μια ανοσολογική αντίδραση σε πρωτεΐνες που παίζουν κάποιο ρόλο στην ανάπτυξη του εγκεφάλου των αρσενικών.
Επιπλέον, ερευνητές υποστηρίζουν ότι και η έκθεση σε ασυνήθιστα επίπεδα ορμονών πριν από τη γέννα, μπορεί επίσης να επηρεάσουν τη σεξουαλικότητα. Για παράδειγμα, θηλυκά έμβρυα που εκτίθενται σε υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης πριν από τη γέννα εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά λεσβιασμού αργότερα.
Επίσης, επιστήμονες έχουν βρει ότι αν ένας πανομοιότυπος δίδυμος είναι ομοφυλόφιλος, υπάρχουν 20% πιθανότητες και ο άλλος να έχει τον ίδιο σεξουαλικό προσανατολισμό. Κι ενώ αυτή η πιθανότητα είναι μεγαλύτερη από κάτι τυχαίο, είναι πολύ χαμηλότερη από αυτό που θα περίμενε κανείς για δύο ανθρώπους που μοιράζονται τον ίδιο γενετικό κώδικα.
Σύμφωνα με τον Qazi Rahman τα μέσα ενημέρωσης υπεραπλουστεύουν τις γενετικές θεωρίες που εξετάζουν τη σεξουαλικότητα, κάνοντας απλά αναφορές για την ανακάλυψη του «γονιδίου των ομοφυλόφιλων».
Ο ίδιος πιστεύει ότι η σεξουαλικότητα περιλαμβάνει εκατοντάδες αλληλόμορφα γονίδια και θα χρειαστεί να περάσουν πολλές δεκαετίες για να ανακαλυφθούν.
Και παρότι το ετεροφυλοφιλικό σεξ έχει μεγαλύτερα πλεονεκτήματα σε «εξελικτικούς όρους» σε σχέση με το ομοφυλοφιλικό, αυτό που πρέπει κανείς να έχει υπόψη του είναι πως δεν καθορίζεται μόνο η σεξουαλικότητα των ομοφυλόφιλων από τα γονίδιά τους, αλλά και εκείνη των «στρέιτ».