Ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν επισκέπτεται σήμερα το Βερολίνο, όπου και θα έχει τις πρώτες συνομιλίες με τη γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού.
Μετά τις συνομιλίες θα ακολουθήσει κοινή συνέντευξη Τύπου, αλλά και ένα δείπνο εργασίας, όπως ανακοινώθηκε από το γαλλικό προεδρικό μέγαρο και μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η επίσκεψη του γάλλου προέδρου έχει στόχο την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ του Παρισιού και του Βερολίνου, μετά την πρωτοβουλία της Γαλλίας και της Γερμανίας για τη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού ταμείου ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ (561 δισεκατομμυρίων δολαρίων) προκειμένου να βοηθηθούν οι ευρωπαϊκές χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την υγειονομική κρίση της πανδημίας COVID-19, πριν από την ανάληψη της εξάμηνης προεδρίας της ΕΕ από τη Γερμανία, την 1η Ιουλίου.
Τετ α τετ με την Μέρκελ
Οι δύο ηγέτες, Μέρκελ και Μακρόν θα συναντηθούν αργά το απόγευμα στον πύργο Μέζεμπεργκ, βόρεια του Βερολίνου, επεσήμανε πηγή από τη γαλλική προεδρία. Αρχικά οι συνομιλίες τους θα περιστραφούν γύρω από την προεδρία του Βερολίνου και θέματα όπως το κλίμα, η μετανάστευση και το εμπόριο.
Στο δείπνο εργασίας που θα έχουν αργότερα Μέρκελ και Μακρόν θα συζητήσουν τις σχέσεις της ΕΕ με την Κίνα, τις ΗΠΑ και την Τουρκία, αλλά και τις κρίσεις στη Λιβύη και την περιοχή του Σάχελ, πρόσθεσε η ίδια πηγή.
Από την «πράσινη συμφωνία» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως το Brexit, περνώντας από το μεταναστευτικό, δεν λείπουν τα θέματα με τα οποία θα έχει να ασχοληθεί από την 1η Ιουλίου η Μέρκελ. Όμως η επιδημία covid-19 και η οικονομική κρίση που αυτή προκάλεσε θα αποτελέσουν προτεραιότητα τους επόμενους έξι μήνες για τη Γερμανία, η οποία έχει να αναλάβει την προεδρία της ΕΕ από το 2007.
«Η πανδημία του κορονοϊού ανέτρεψε τον κόσμο μας, όπως και τα σχέδια της γερμανικής προεδρία», τόνισε η γερμανίδα καγκελάριος στα τέλη Μαΐου.
«Κύκνειο άσμα»
«Οι πρώτες αντιδράσεις, και οι δικές μας, ήταν κυρίως εθνικές και όχι πάντα ευρωπαϊκές», παραδέχθηκε η Μέρκελ η οποία ανησυχεί πλέον «για τον κίνδυνο το βαθύ χάσμα στην Ευρώπη να συνεχίσει να αυξάνει».
Πλέον η γερμανίδα καγκελάριος προτάσσει την «αλληλεγγύη και την κοινή βοήθεια» μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ, στροφή 180 μοιρών για τη Μέρκελ.
Η γερμανίδα καγκελάριος, η οποία μέχρι τώρα δεχόταν επικρίσεις για την προσήλωσή της στην δημοσιονομική ορθοδοξία και την αυστηρότητά, ενδέχεται «να εκμεταλλευθεί αυτή την προεδρία για να διαμορφώσει μια κληρονομιά», σύμφωνα με Ευρωπαίο διπλωμάτη, ο οποίος έκανε λόγο για «το κύκνειο άσμα» της καγκελαρίου.
Η Μέρκελ, που βρίσκεται στην καγκελαρία εδώ και 15 χρόνια, σκοπεύει να αποχωρήσει μόλις λήξει η τρέχουσα θητεία της, στο τέλος του 2021.
Αφού την έχουν κατηγορήσει συχνά για έλλειψη πολιτικού θάρρους, αυτή τη φορά έσπασε το γερμανικό ταμπού της δημοσιονομικής αλληλεγγύης προτείνοντας μαζί με τον Μακρόν ένα σχέδιο ευρωπαϊκής ανάκαμψης ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Αυτή η γαλλογερμανική πρωτοβουλία άνοιξε τον δρόμο για το σχέδιο των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το οποίο όμως προκαλεί αντιδράσεις από κάποιες χώρες μέλη της ΕΕ.
«Είμαστε αισιόδοξοι, αποφασισμένοι και διατεθειμένοι να καταλήξουμε σε δημοσιονομική συμφωνία τον Ιούλιο», ανέφερε η γαλλική προεδρία.
Μιλώντας σε πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες η Μέρκελ αποκάλυψε ότι «δεν έχει καμία αυταπάτη για τις δυσκολίες των επερχόμενων διαπραγματεύσεων».
Αν δεν υιοθετηθεί το σχέδιο ανάκαμψης, «θα επιδεινωθούν όλα τα προβλήματα», τροφοδοτώντας τον λαϊκισμό, προειδοποίησε η γερμανίδα καγκελάριος σε αυτή τη συνέντευξη.
«Η πολύ αυξημένη ανεργία σε μια χώρα μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας εκρηκτικής πολιτικής ισχύος. Η απειλή για τη δημοκρατία θα είναι τότε μεγαλύτερη», πρόσθεσε η Μέρκελ.
Αν η ΕΕ καταφέρει να νικήσει τις επιφυλάξεις της Ολλανδίας, της Αυστρίας, της Δανίας και της Σουηδίας για το ταμείο ανάκαμψης, η γερμανική προεδρία θα έχει ήδη στεφθεί εν μέρει με επιτυχία.
Εξάλλου η Μέρκελ δεν κρύβει ότι περιμένει από την Ευρώπη να αναλάβει «περισσότερες ευθύνες» σε παγκόσμιο επίπεδο απέναντι στην Κίνα και τις ΗΠΑ.
Επίσης η Γερμανίδα καγκελάριος επιθυμεί τη σύναψη μιας «επενδυτικής συμφωνίας» με το Πεκίνο.