«Ήθελα να μην καταλήξουμε σαν την Ελλάδα». Με αυτή τη φράση συνοψίζει ο Μάριο Μόντι, πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας την «κολασμένη» περίοδο μεταξύ του Νοεμβρίου 2011 και του περυσινού Απριλίου, που ήταν το κίνητρο που τον ώθησε να αποδεχθεί την πρόταση του προέδρου Τζόρτζιο Ναπολιτάνο και να αναλάβει τη διαδοχή του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Ήταν η περίοδος μέγιστου κινδύνου για το ευρώ: ο Γιώργος Παπανδρέου είχε μόλις προκηρύξει το «μοιραίο» δημοψήφισμα που είχε οδηγήσει, εντός ημερών, στην πολιτική του πτώση. Ο πυρετός του Grexit ανέβαινε ραγδαία. Ο Μάριο Ντράγκι είχε μόλις αναλάβει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και δεν είχε προλάβει να προωθήσει τις πολιτικές που σε μερικούς μήνες θα έφερναν την πολυπόθητη νηνεμία στην αγορά ομολόγων.
Το spread των ιταλικών ομολόγων την ημέρα που δέχθηκε το τηλεφώνημα του Ναπολιτάνο ήταν 574 μονάδες βάσης, θυμάται ο Μόντι. «Το κρίσιμο για μένα ήταν να αποφύγω την υπαγωγή στην τρόικα. Προτιμούσα να επωμιστώ εγώ το πολιτικό κόστος των δύσκολων αποφάσεων παρά να το μεταβιβάσω στην Ευρώπη και το ΔΝΤ, που οι Ιταλοί θα εκλάμβαναν ως δυνάμεις κατοχής» αφηγείται στην «Καθημερινή της Κυριακής». Επιπλέον, όπως παρατηρεί, «δεν υπήρχαν τα λεφτά για να σωθεί η Ιταλία, θα ήταν καταστροφή για την Ευρωζώνη».
Πιστεύει ότι η Ιταλία έχει αποφύγει οριστικά το φάσμα της χρεοκοπίας; «Στην πολιτική και τα οικονομικά, η λέξη “οριστικά” δεν υφίσταται» απαντά. «Ωστόσο, έχει αναμφίβολα επιστρέψει στη βιωσιμότητα. Η Ιταλία είναι η μόνη μεγάλη οικονομία της Ευρωζώνης μαζί με τη Γερμανία που τηρεί τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας. Είμαστε η μόνη χώρα της Νότιας Ευρώπης που έχει αποφύγει την τρόικα και την επιβολή προγράμματος σταθεροποίησης και που έχει εξέλθει της επιτήρησης που συνεπάγεται η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος». Στέκεται μάλιστα με ιδιαίτερη περηφάνια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος που προώθησε. Χάρη σε αυτήν, παρά το υψηλό δημόσιο χρέος της Ιταλίας, ο συνδυασμός άμεσου και έμμεσου (συνταξιοδοτικού) χρέους «είναι ο δεύτερος χαμηλότερος στην Ε.Ε.».
Γιατί τότε απορρίφθηκε το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα από τους Ιταλούς ψηφοφόρους, οι οποίοι λίγο έλειψε να επανεκλέξουν τον Μπερλουσκόνι στην πρωθυπουργία; «Το κόμμα του οποίου ηγήθηκα δημιουργήθηκε 50 μέρες πριν από τις εκλογές. Δεν υπήρχαν χρήματα, ούτε οργανωτικές δομές. Επιπλέον, προωθούσαμε τέτοιες πολιτικές που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα προσέλκυαν ούτε μία ψήφο. Άρα το θεωρώ ένα μικρό θαύμα ότι πήραμε 3 εκατομμύρια – το 10% του εκλογικού σώματος», παρατηρεί ο Μόντι. Αναγνωρίζει όμως επίσης την προεκλογική μαεστρία του Μπερλουσκόνι, που είχε υποσχεθεί στους Ιταλούς να τους επιστρέψει αναδρομικά έναν μισητό φόρο ακινήτων που είχε επιβάλλει η τεχνοκρατική κυβέρνηση, ακόμα κι αν χρειαζόταν να κάνει χρήση της προσωπικής του περιουσίας.
Η διάσωση της Ιταλίας ήταν ένα μέρος της εντολής του καθηγητή Οικονομικών και πρώην επιτρόπου. Το δεύτερο, στο οποίο προσέβλεπαν οι χειμαζόμενες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, ήταν να πιέσει για αλλαγή πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο ― να πείσει την καγκελάριο Μέρκελ να εγκαταλείψει την εμμονή στη λιτότητα και στην Ευρώπη της περιορισμένης ευθύνης και αλληλεγγύης. Ερωτώμενος αν πιστεύει ότι κατάφερε αρκετά σε αυτό το μέτωπο, απαντά: «Μένουν πολλά ακόμα να συμβούν».
Στη σύνοδο κορυφής της Ευρωζώνης τον Ιούνιο του 2012, λίγες ημέρες μετά τις εκλογές του Ιουνίου στην Ελλάδα, οι «27» είχαν δεσμευτεί να στηρίξουν το φιλόδοξο εγχείρημα της τραπεζικής ένωσης, πρωτοβουλία που είχε στηρίξει ενεργά η κυβέρνηση Μόντι. Σχεδόν την επόμενη μέρα, το Βερολίνο άρχισε να υπονομεύει την αρχική συμφωνία. Είναι ικανοποιημένος με την τελική μορφή που δείχνει να παίρνει η τραπεζική ένωση; «Θα δείξει. Είναι ένα θετικό βήμα, αλλά δεν είναι το οριστικό θετικό βήμα». Πιο συγκεκριμένα, τον προβληματίζει «η απουσία επαρκώς χρηματοδοτημένου ταμείου εκκαθάρισης, καθώς και το δικαίωμα βέτο των εθνικών κυβερνήσεων σε αποφάσεις εκκαθάρισης. Κυρίως το δεύτερο».
Όσον αφορά το μεγαλύτερο λάθος της Ευρώπης σε σχέση με την Ελλάδα, σύμφωνα με το Μόντι ήταν ότι «επέτρεψε στο πρόβλημα να αναπτυχθεί».
Όταν ήταν επίτροπος, θυμάται, στα πρώτα χρόνια της Ευρωζώνης, είχαν γίνει επανειλημμένως απόπειρες να δοθούν αυξημένες αρμοδιότητες έρευνας στη Eurostat σε σχέση με τα δημοσιονομικά στατιστικά στοιχεία των κρατών-μελών, απόπειρες που υπονομεύθηκαν, όπως λέει, βασικά από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Για την ίδια την περίοδο της κρίσης, σημειώνει ότι θα ήταν προτιμότερη μια «πιο υπομονετική προσέγγιση», που θα «απαιτούσε δύσκολα μέτρα αλλά θα έδινε περισσότερο χρόνο για να επιτευχθούν οι στόχοι».