Το πρώην δεξί χέρι και σύμβουλος για θέματα ασφάλειας του Ντοναλντ Τραμπ, Τζον Μπόλτον, τείνει να μετατραπεί στον Νο 1 εχθρό του προέδρου εντός των τειχών. Μόλις χθες κυκλοφόρησε το διαβόητο βιβλίο του πρώην συμβούλου εθνικής ασφαλείας της αμερικανικής προεδρίας, το οποίο περιέχει εξαιρετικά δυσάρεστες λεπτομέρειες για τα έργα και τις ημέρες του Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Ποιος είναι όμως ο Τζον Μπόλτον και ποιες είναι οι θέσεις του για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ; Ο Τζον Μπόλτον υπηρέτησε σε διάφορες κυβερνητικές θέσεις κατά το παρελθόν με σημαντικότερες εκείνη του υφυπουργού Εξωτερικών αρμόδιου για τον έλεγχο των εξοπλισμών και τη διεθνή ασφάλεια (κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας στην Προεδρία των ΗΠΑ του Τζορτζ Μπους του Νεότερου) και εκείνη του πρέσβη των ΗΠΑ στον ΟΗΕ (κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας στην προεδρία των ΗΠΑ του Τζορτζ Μπους του Νεότερου). Είναι επίσης υψηλόβαθμο στέλεχος του πολύ σημαντικού συντηρητικού think tank American Enterprise Institute και Πρόεδρος (Chairman) του επίσης συντηρητικού think tank Gatestone Institute, το οποίο εστιάζει κυρίως σε θέματα ριζοσπαστικού Ισλάμ.
Ήταν και πιθανώς να είναι ακόμα σφόδρα επικριτικός του γραφειοκρατικού μορφώματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης την οποία χαρακτηρίζει ως αφύσικο συνονθύλευμα κυρίαρχων εθνών-κρατών που έχουν μεταβιβάσει την εθνική τους κυριαρχία στους «Ευρωκράτες» των Βρυξελλών.
Αναφορικά με τα τρέχοντα ζητήματα που απασχολούσαν την Αμερικανική όταν διορίστηκε στον Λευκό Οίκο όσον αφορά την εξωτερική πολιτική ο τότε νέος σύμβουλος εθνικής ασφαλείας έχει ταχθεί υπέρ της ακύρωσης της πυρηνικής συμφωνίας (Ιούλιος 2015) της διεθνούς κοινότητας με το Ιράν ενώ σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του Αmerican Enterprise Institute υποστήριξε την αναγκαιότητα για προληπτικό χτύπημα κατά του καθεστώτος της Βορείου Κορέας.
Η αρχή έγινε με τη «Ρωσική» Φινλανδία
Τον χλευασμό των χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην Φινλανδία προκάλεσε η αναφορά στο βιβλίο του Τζον Μπόλτον ότι ο πρόεδρος Τραμπ δεν γνώριζε αν η Φινλανδία ανήκει στη Ρωσία, γράφει σήμερα ο Guardian.
Στο βιβλίο του, ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ περιγράφει με μελανά χρώματα τον αμερικανό πρόεδρο έτσι όπως εκείνος τον έζησε κατά τους 17 μήνες της θητείας του στον Λευκό Οίκο.
Σύμφωνα με αποσπάσματα και όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Τραμπ είχε ρωτήσει τον πρώην προσωπάρχη του Τζον Κέλι αν η Φινλανδία αποτελεί τμήμα της Ρωσίας ενόψει της επίσκεψής του στο Ελσίνκι για συνομιλίες με τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν το 2018.
Η Φινλανδία, με πληθυσμό 5,5 εκατομμύρια κατοίκους, ανεξαρτητοποιήθηκε από την γειτονική της Ρωσία το 1917 και απέκρουσε δύο απόπειρες ρωσικής εισβολής στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.
«Ο Τραμπ ρώτησε αν η Φινλανδία ανήκει στη Ρωσία. Φυσικά και αυτό ενοχλεί εμάς τους Φινλανδούς», έγραψε χθες στο Twitter ο Χουσέιν αλ-Τάε, ένας βουλευτής των Σοσιαλδημοκρατών.
Αλλά, όπως πρόσθεσε, «το ότι συγκέντρωσε την προσοχή για την άγνοιά του στην Γεωγραφία δεν είναι η μεγαλύτερη έννοια του».
Η συνεργασία με την Κίνα για τις εκλογές
Μία κατηγορία καταπέλτη εξαπέλυσε ο Τζον Μπόλτον, ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Αμερικανού προέδρου, είπε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ λέγοντας ότι επιδίωξε τη βοήθεια του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ για να κερδίσει την επανεκλογή του κατά τη διάρκεια μιας κεκλεισμένων των θυρών συνάντησης τον Ιούνιο του 2019.
«Ο Τραμπ, τότε, ακατανόητα, έστρεψε τη συζήτηση στις επερχόμενες αμερικανικές προεδρικές εκλογές, κάνοντας έναν υπαινιγμό στην οικονομική ικανότητα της Κίνας και παρακάλεσε τον Σι να εξασφαλίσει ότι θα κερδίσει», έγραψε ο Τζον Μπόλτον, σύμφωνα με αποσπάσματα του βιβλίου του που δημοσίευσε η Wall Street Journal.
«Τόνισε τη σημασία των αγροτών και τις αυξημένες κινεζικές αγορές σόγιας και σιταριού στο εκλογικό αποτέλεσμα».
«Ήταν έτοιμος να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ»
Έτοιμος να ανακοινώσει πως η χώρα του θα αποχωρούσε από το NATO το 2018 ήταν ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, όπως γράφει σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου του που κυκλοφόρησε χθες ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας της αμερικανικής προεδρίας Τζον Μπόλτον, αφηγούμενος τη δική του εκδοχή για τη σύνοδο κορυφής του Οργανισμού του Συμφώνου του Βόρειου Ατλαντικού που είχε σημαδευτεί από εντάσεις εξαιτίας των αμυντικών δαπανών των Ευρωπαίων εταίρων της Ουάσινγκτον.
Την οργή του Τραμπ είχε προκαλέσει ειδικά το γεγονός πως η Γερμανία δεν πλησίαζε καν το συμφωνημένο επίπεδο – στόχο για τις στρατιωτικές της δαπάνες, το 2% του ΑΕΠ, όπως υπενθυμίζει το ΑΜΠΕ.
Εξάλλου η κατασκευή του Nord Stream 2, του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από τη Ρωσία, έριξε λάδι στη φωτιά, με τον Τραμο να διερωτάται για ποιο λόγο ενώ η Ουάσινγκτον έχει αναπτύξει στρατεύματα στο ευρωπαϊκό έδαφος για την αποτροπή της Ρωσίας η Ευρώπη αυξάνει τις αγορές υδρογονανθράκων από τη Μόσχα, γράφει ο Μπόλτον στο βιβλίο του The Room Where it Happened.
Ως την 1η Ιανουαρίου όλα τα κράτη (μέλη) θα πρέπει να δεσμευθούν στο 2% και θα σβήσουμε τις αναδρομικές οφειλές ή θα αποχωρήσουμε και δεν θα υπερασπιστούμε όποιον δεν το έχει εκπληρώσει, φέρεται να είχε πει ο Τραμπ, σύμφωνα με τον Μπόλτον.
Ο Τραμπ φέρεται να είχε επιχειρηματολογήσει πως δεν θα αφήσει τη χώρα του «σε ένα NATO τα κράτη μέλη του οποίου πληρώνουν δισεκατομμύρια στη Ρωσία. Θα φύγουμε αν κλείσουν τη συμφωνία για τον αγωγό. Δεν θα συγκρουόμαστε με κάποιον που πληρώνουν».
Η οργή του Ντόναλντ Τραμπ για τις αμυντικές δαπάνες των ευρωπαϊκών χωρών-μελών του NATO έχει διαμορφώσει σε μεγάλη βαθμό την πολιτική του στη Γηραιά Ήπειρο, αν και δεν έκανε ποτέ πράξη την απειλή του να αποχωρήσει από τη διατλαντική συμμαχία. Η σύνοδος εκείνη τερματίστηκε με τον Τραμπ να εκφράζει τον σεβασμό και την προσήλωση του στο NATO αλλά ταυτόχρονα να ασκεί πίεση στα κράτη μέλη να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους.