Χιλιάδες αστυνομικοί και στρατιώτες περιπολούν στις μεγάλες αμερικανικές πόλεις, την επομένη μίας ακόμη νύκτας διαδηλώσεων κατά του ρατσισμού που εκτράπηκαν σε βίαιες ταραχές, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ και η κυβέρνησή του επιρρίπτουν την ευθύνη σε οργανώσεις της άκρας αριστεράς.
Η οργή που σάρωσε τις ΗΠΑ μετά την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από λευκό αστυνομικό προκάλεσε βίαια επεισόδια που συνοδεύθηκαν από λεηλασίες και εμπρησμούς στην Μινεάπολις.
Παρά την ανάπτυξη αστυνομικών δυνάμεων και σε ορισμένες περιπτώσεις την επιβολή απαγόρευσης της κυκλοφορίας, η βία εξαπλώθηκε σε πολλές άλλες πόλεις, την Νέα Υόρκη, την Φιλαδέλφεια το Ντάλας το Λας Βέγκας, το Σιάτλ, το Ντε Μόιν, το Μέμφις, την Ατλάντα, το Λος Αντζελες, το Μαϊάμι, το Πόρτλαντ, το Σικάγο, την Ουάσινγκτον.
Δρόμοι αποκλείσθηκαν, αυτοκίνητα και καταστήματα πυρπολήθηκαν και οι δυνάμεις ασφαλείας, ανεπτυγμένες σε μεγάλους αριθμούς, απάντησαν με δακρυγόνα και σε ορισμένες περιπώτσεις με σφαίρες από καουτσούκ.
Οι διαδηλωτές φώναζαν «”Black Lives Matter» και «I Can’t Breath» (τις τελευταίες λέξεις του Τζορτζ Φλόιντ πριν ξεψυχήσει κάτω από το γόνατο του αστυνομικού Ντέρεκ Σόβιν).
«Κανείς δεν ενδιαφέρεται για μας όσο δεν είμαστε νεκροί. Και διαδηλώνουμε και τίποτε δεν γίνεται. Αυτό θέλουμε ν΄αλλάξει», έλεγε μία διαδηλώτρια στο Μαϊάμι.
Περί τους 5.000 στρατιώτες της Εθνοφρουράς αναπτύχθηκαν σε 15 πόλεις, ανάμεσά τους και η Ουάσινγκτον, και 2.000 βρίσκονται σε ετοιμότητα για να επέμβουν εάν είναι αναγκαίο, ανακοίνωσε σήμερα η Εθνοφρουρά.
Στην Νέα Υόρκη, ο δήμαρχος Μπιλ ντε Μπλάζιο παραδέχθηκε ότι ένα βίντεο που δείχνει περιπολικό να ανοίγει δρόμο μέσα από το πλήθος είναι «ενοχλητικό», αλλά δικαιολόγησε την συμπεριφορά των αστυνομικών, που βρέθηκαν αντιμέτωποι με μία «εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση».
Χθες το βράδυ, βόμβα μολότοφ ρίχθηκε στο εσωτερικό περιπολικού χωρίς να υπάρξουν θύματα.
Αλλά ο ντε Μπλάζιο αρνήθηκε να επιβάλει απαγόρευση της κυκλοφορίας και να καλέσει «εξωτερικές» δυνάμεις ασφαλείας.
Στο Λος Αντζελες, στρατιώτες της Εθνοφρουράς με πολεμική εξάρτυση και οπλισμένοι με τουφέκια άρχισαν να περιπολούν στο κέντρο της πόλης το πρωί.
Δημοσιογράφοι δέχθηκαν σε πολλές πόλεις επίθεση, τόσο από αστυνομικούς όσο και από διαδηλωτές.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχασε την ευκαιρία να επιτεθεί στα μέσα ενημέρωσης σήμερα, κατηγορώντας τα ότι «κάνουν τα πάντα για να τροφοδοτήσουν το μίσος και την αναρχία».
Ο Τραμπ, αντιμέτωπος με τις μεγαλύτερες ταραχές της θητείας του, την ώρα που η χώρα βρίσκεται στο έλεος της επιδημίας Covid-19, δεσμεύθηκε να σταματήσει την «συλλογική βία» και κατήγγειλε ενέργειες «ριζοσπαστικών ακροαριστερών» στοιχείων και κυρίως του κινήματος “antifa” , το οποίο θέλει να εντάξει στην αμερικανική λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων.
Η δήμαρχος της Ατλάντα Κίσα Λανς Μπότομς παρέβαλε την κατάσταση με τις ταραχές στο Σάρλοτσβιλ, όπου οι συγκρούσεις ανάμεσα σε υποστηρικτές της κυριαρχίας των λευκών και αντιφασιστών προκάλεσαν τον θάνατο ενός ανθρώπου και τον τραυματισμό δεκάδων τον Αύγουστο 2017. ο Τραμπ είχε τότε δηλώσει ότι υπάρχουν «πολύ εντάξει άνθρωποι και στις δύο πλευρές».
«Ο πρόεδρος Τραμπ επιβαρύνει την κατάσταση», δήλωσε στο δίκτυο CBS. «Εχουμε ξεπεράσει το σημείο καμπής. Η ρητορική του το μόνο που κάνει είναι να πυροδοτεί την κατάσταση και πρέπει να σιωπήσει».
«Θα έπρεπε να ενώσει την χώρα και όχι να συνδαυλίζει τις φλόγες», δήλωσε σήμερα η δημοκρατική πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι στο ABC.
Ο υποψήφιος των δημοκρατικών τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου Τζο Μπάιντεν καταδίκασε τις βιαιότητες. «Οι διαδηλώσεις απέναντι σε τέτοια (αστυνομική) αγριότητα αποτελούν δικαίωμα και ανάγκη…Ο εμπρησμός πόλεων και οι καταστροφές δεν είναι», είπε.