Η άρση των μέτρων σταματά στα σύνορα, καθώς παρά τη σταδιακή κατάργηση των περιορισμών που επιβλήθηκαν σε εθνικό επίπεδο, καμία χώρα δεν δείχνει πρόθυμη να τολμήσει την επανάληψη των διεθνών ταξιδιών σύντομα.
«Είναι πολύ πιθανόν τα διεθνή σύνορα να παραμείνουν εν μέρει κλειστά, τουλάχιστον μέχρι να τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, κάτι που δεν θα συμβεί την ίδια στιγμή», εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Λουίτζι Σκατσιέρι, ειδικός σε θέματα μετανάστευσης και διατλαντικών σχέσεων στο κέντρο μελετών Centre for European Reform.
«Όμως ακόμη και μετά την άρση των περιορισμών, μην περιμένετε μια επιστροφή στην ομαλότητα: τα ενδεχόμενα μέτρα καραντίνας αλλά και ο φόβος μπορεί να εξακολουθήσουν να επηρεάζουν τον τουρισμό και, σε μικρότερο βαθμό, τα επαγγελματικά ταξίδια», προειδοποίησε σύμφωνα με το ΑΠΕ – ΜΠΕ.
Το κλείσιμο των συνόρων είχε ήδη δραματικές συνέπειες για τις αεροπορικές εταιρείες αλλά και για αμέτρητους άλλους τομείς (εμπόριο, εστιατόρια, ξενοδοχεία…) που στηρίζονται στον τουρισμό.
Φόβοι για ένα νέο κύμα
Οι κυβερνήσεις αναζητούν επομένως τον καλύτερο τρόπο για να ανοίξουν και πάλι τα σύνορα, χωρίς να προκληθεί υγειονομικός κίνδυνος. Και βασικός στόχος τώρα είναι ένας: ο συντονισμός, μολονότι στην αρχή η καθεμιά αποφάσιζε μόνη της. Στα τέλη Ιανουαρίου και μετά στις 11 Μαρτίου ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε αναταραχή σε όλον τον πλανήτη, όταν ανακοίνωσε ότι απαγορεύει την είσοδο σε ταξιδιώτες από την Κίνα, σε πρώτη φάση, και από την Ευρώπη στη συνέχεια.
Η απόφαση του Τραμπ επικρίθηκε ως μονομερής, όμως πολύ γρήγορα παρόμοια μέτρα εξαπλώθηκαν παντού, σαν χιονοστιβάδα: στην Ευρώπη, τον Καναδά, την Κίνα… η μία μετά την άλλη, οι χώρες απομονώνονταν για να επιβραδύνουν τη διάδοση του νέου κορονοϊού.
«Τριάντα ημέρες» είχε πει τότε ο Αμερικανός πρόεδρος. Όμως στην πραγματικότητα το διάταγμά του για την απαγόρευση εισόδου Κινέζων και Ευρωπαίων δεν έχει χρονικό περιορισμό.
Το ίδιο ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου το κλείσιμο των εξωτερικών συνόρων, το οποίο ισχύει μέχρι τις 15 Μαΐου, ενδέχεται να ανανεωθεί για έναν ακόμη μήνα, ή και παραπάνω. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνιστά να ανοίξουν πρώτα και σταδιακά τα εσωτερικά σύνορα των χωρών και μόνο «σε δεύτερο χρόνο» εκείνα προς τον υπόλοιπο κόσμο.
Όταν ρωτήθηκε για το θέμα, αυτήν την εβδομάδα, ο Τραμπ διαβεβαίωσε ότι θέλει να ξανανοίξει τη χώρα του. «Αυτό εξαρτάται από την ταχύτητα με την οποία θα ιαθεί η Ευρώπη», διευκρίνισε ωστόσο, μολονότι οι ίδιες οι ΗΠΑ είναι η χώρα με τα περισσότερα θύματα παγκοσμίως.
Η μεγάλη ανησυχία, για όλες της χώρες, είναι μήπως βρεθούν αντιμέτωπες με ένα νέο κύμα της ασθένειας, προερχόμενο από κάποια περιοχή του κόσμου όπου η επιδημία θα συνεχίζεται.
«Τελευταία τα ταξίδια»
«Προτεραιότητα στα σχέδια χαλάρωσης προς το παρόν αποτελούν τα σχολεία και τα καταστήματα, στη συνέχεια τα καφέ και τα εστιατόρια», εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο μια διπλωματική πηγή. «Ο τουρισμός και τα ταξίδια θα είναι τα τελευταία», προειδοποίησε χωρίς περιστροφές.
Καθώς πλησιάζει το καλοκαίρι, οι κυβερνήσεις αρχίζουν σταδιακά να προετοιμάζουν την κοινή γνώμη για την ιδέα των διακοπών κοντά στον τόπο κατοικίας. Και, σε καμία περίπτωση, στο εξωτερικό.
«Τα σύνορα θα παίξουν πολύ σημαντικότερο ρόλο στη ζωή μας», συνόψισε ο Λουίτζι Σκατσιέρι.
Το άνοιγμα των συνόρων θα γίνει αρχικά κατά περίπτωση και με το σταγονόμετρο. Έτσι, η Τσεχία άνοιξε και πάλι τις πύλες της για ορισμένα επαγγελματικά ταξίδια. Και η Κίνα διαπραγματεύεται διμερείς συμφωνίες με τη Νότια Κορέα, τη Σιγκαπούρη και άλλες χώρες, για να επιτρέψει την είσοδο σε επιχειρηματίες.
Διαγνωστικές εξετάσεις εν πτήσει
Η αμερικανική κυβέρνηση αρχίζει ταυτόχρονα να δίνει ένα γενικό περίγραμμα του πώς θα μοιάζουν τα ταξίδια στο προσεχές μέλλον.
«Εργαζόμαστε όλοι για να καθορίσουμε τι θα χρειαστεί να γίνει για να ξαναρχίσουν οι διεθνείς πτήσεις, ώστε αυτοί που θέλουν να ταξιδέψουν να ξέρουν ότι μπορούν να το κάνουν με ασφάλεια», εξήγησε την Τετάρτη ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο, κάνοντας λόγο για «πρόοδο» προς αυτό τον στόχο, χωρίς όμως να καθορίσει ένα σαφές χρονοδιάγραμμα.
Σε κάθε περίπτωση, ανακοίνωσε μια προϋπόθεση: «να είμαστε σίγουροι ότι οι ταξιδιώτες δεν αυξάνουν τρομερά τον κίνδυνο για τις ΗΠΑ».
Συζητώντας με εκπροσώπους αεροπορικών εταιριών ο πρόεδρος Τραμπ μίλησε για την πιθανότητα να εξετάζονται συστηματικά οι επιβάτες που αποβιβάζονται στις ΗΠΑ. «Πιθανότατα θα το πράξουμε», είπε, αναφέροντας σαν παράδειγμα τις πτήσεις από τη Βραζιλία.