Οι έγκυες γυναίκες στην Κίνα επιλέγουν να γεννούν μόνες τους ή σε ιδιωτικά μαιευτήρια και οι λεχώνες κρατάνε στο σπίτι τα νεογνά τους καθώς φοβούνται μη μολυνθούν από τον κορονοϊό.
Μια νέα μητέρα, η Σιέ, είπε στο AFP ότι γέννησε το κοριτσάκι της στις αρχές του μήνα μόνη της στην Γουχάν, γιατί κανένας από την οικογένειά της δεν επιτρεπόταν να την συνοδεύσει στο μαιευτήριο της πόλης που βρίσκεται σε καραντίνα και όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο ιός τον Δεκέμβριο.
Με τους δρόμους κλειστούς η Σία δεν μπορούσε να μεταβαίνει στο νοσοκομείο ούτε για να υποβάλλεται στις απαραίτητες εξετάσεις, αλλά φοβόταν και να πάει εκεί για να μη μολυνθεί.
Τελικά επέλεξε να γεννήσει σε ένα μαιευτήριο και όχι σε νοσοκομείο. «Όταν πήγα εκεί υπήρχε μόνο ένας θάλαμος ελεύθερος. Στη διάρκεια της παραμονής μου φορούσα διαρκώς χειρουργική μάσκα και γάντια και όταν τα έβγαζα έπλενα διαρκώς τα χέρια μου. Σπανίως έβγαινα από τον θάλαμό μου», λέει.
Από τα τέλη Ιανουαρίου περίπου 56 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ουχάν και σε άλλες πόλεις της επαρχίας Χουμπέι βρίσκονται σε καραντίνα.
Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης προβάλλουν βίντεο που δείχνουν εθελοντές με ειδικές προστατευτικές στολές να οδηγούν εγκύους σε νοσοκομεία. Αλλά αυτό είναι απλή προπαγάνδα.
Ενδεικτικό είναι ότι, όπως είπε η Σου Τινγκτίνγκ από την Χουανγκάνγκ στο AFP, δυσκολεύτηκε πολύ να βρει ένα όχημα για να μεταβεί στο νοσοκομείο όταν την έπιασαν οι πόνοι δύο εβδομάδες πριν από την αναμενόμενη ημερομηνία τοκετού.
«Είχα συσπάσεις κάθε δέκα λεπτά και ζήτησα από τους γονείς μου να με μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Χρειάστηκαν σχεδόν δύο ώρες να βρουν ένα αυτοκίνητο και με είχε πιάσει πανικός φοβούμενη ότι μπορεί να γεννήσω στο σπίτι μου αβοήθητη», εξηγεί η ίδια στο AFP.
«Ο σύζυγός μου βρισκόταν σε μια άλλη πόλη και δεν του επιτρεπόταν να επιστρέψει στην Γουχάν. Τελικά ο ιδιοκτήτης του μανάβικου στο συγκρότημα όπου κατοικούμε συμφώνησε να με μεταφέρει με το φορτηγάκι του».
Οι δύο γυναίκες, οι οποίες απέκτησαν υγιή αγοράκια, φοβούνται και τον εμβολιασμό των νεογνών τους.
«Εξακολουθώ να μην ξέρω τι να κάνω. Απομένουν 20 ημέρες για τον εμβολιασμό του μωρού μου, ελπίζω μέχρι τότε να έχει τεθεί υπό έλεγχο η κατάσταση», λέει η Σιέ.
Με περίπου 80.000 κρούσματα σε εθνικό επίπεδο και πάνω από 2.900 θανάτους, ο φόβος δεν περιορίζεται μόνο στις νέες μητέρες στην Γουχάν.
Η Αντζέλικα Φου, η οποία ζει στο Πεκίνο και αναμένεται να γεννήσει σε δύο εβδομάδες, έχει επιλέξει ένα ιδιωτικό νοσοκομείο με κόστος δέκα φορές υψηλότερο σε σχέση με το δημόσιο.
«Επιλέξαμε ένα ιδιωτικό νοσοκομείο παρότι είναι ακριβότερο επειδή θέλαμε να αποφύγουμε τα πλήθη και αισθανόμαστε πιο ασφαλείς», λέει στο AFP, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Αλλά και οι τηλεφωνικές γραμμές ψυχολογικής στήριξης έχουν διαπιστώσει αύξηση των κλήσεων από αγχωμένες νέες μητέρες.
«Τον περασμένο μήνα δεκάδες έγκυες και λεχώνες μας τηλεφωνούσαν επειδή είχαν άγχος, αγωνία και συναφείς ανησυχίες», δήλωσε ένας εθελοντής σε τηλεφωνική γραμμή ψυχολογικής στήριξης που προτίμησε να μην κατονομαστεί.
«Η αβεβαιότητα και η διατάραξη της καθημερινότητας που προκλήθηκε από την επιδημία έχει κοστίσει σε πολλές σε συνδυασμό μάλιστα με την επιλόχειο μελαγχολία (baby blues)».
Επιπλέον, έχουν κλείσει οι παιδότοποι και οι ομάδες νέων γονέων έχουν ματαιώσει τις συναντήσεις τους.
Η Τερέζα Γινγκ γέννησε στο Πεκίνο δύο ημέρες μετά τον αποκλεισμό της Γουχάν.
«Ανησυχούσα πολύ. Δεν είχαμε επαρκή πληροφόρηση τότε σχετικά με τον ιό και αυτό μου προκαλούσε έντονο στρες. Για τον πρώτο μήνα ζωής του μωρού ζητήσαμε από έναν φίλο να αγοράσει το εμβόλιο από τη Σιγκαπούρη και πληρώσαμε μια νοσοκόμα να έρθει στο σπίτι να του το κάνει. Κοστίζει αλλά φοβάμαι να κυκλοφορήσω το μωρό μου», λέει.
Το ξέσπασμα του ιού σημειώνεται σε μια περίοδο κατά την οποία τα ποσοστά των γάμων και των γεννήσεων μειώνονται στην Κίνα παρά την πολιτική των δύο παιδιών που ισχύει πλέον στη χώρα.
Σύμφωνα με τον Γι Φουζιάν, επιστήμονα στο πανεπιστήμιο του Wisconsin-Madison, το χάος που έχει προκληθεί από τον ιό πιθανόν να επηρεάσει την δημογραφική κατάσταση στη χώρα.
«Η επιδημία του κορονοϊού θα οδηγήσει σε μια περαιτέρω μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σε αύξηση του ποσοστού ανεργίας, σε μείωση του οικογενειακού εισοδήματος και σε μείωση της ικανότητας ανατροφής των παιδιών, επομένως το ποσοστό γονιμότητας θα συνεχίσει να μειώνεται», εξηγεί.