Την ενίσχυση της αστυνομικής προστασίας κυρίως στα τεμένη, μπροστά στην «πολύ υψηλή» ακροδεξιά απειλή, ανακοίνωσε σήμερα η γερμανική κυβέρνηση, ενώ υπό το σοκ της ρατσιστικής επίθεσης στη Χανάου, στην Έσση, και την πίεση όλων των κομμάτων για δράση, επανέρχονται στο προσκήνιο θέματα όπως η ρητορική μίσους, η οπλοκατοχή και το ενδεχόμενο παρακολούθησης του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).
Στη Γερμανία έχουν σημειωθεί τρεις ρατσιστικές και αντισημιτικές επιθέσεις σε διάστημα εννέα μηνών, από τη δολοφονία ενός πολιτικού που είχε ταχθεί υπέρ των μεταναστών ως τις επιθέσεις της Χανάου, περνώντας από την επίθεση εναντίον συναγωγής στη Χάλε, όπως υπενθυμίζει το ΑΜΠΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο «δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για μεμονωμένες ενέργειες αλλά για ένα πολιτικό πρόβλημα. Έχει έρθει η ώρα να το συνειδητοποιήσουμε» γράφει η εφημερίδα Tagesspiegel.
Βόμβες βραδείας ανάφλεξης
Μπροστά σε αυτό τον «υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για τη δημοκρατία», όπως τον χαρακτήρισε η υπουργός Δικαιοσύνης Κριστίν Λάμπρεχτ, η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε σήμερα νέα μέτρα.
«Ευαίσθητοι χώροι», κυρίως τεμένη, αεροδρόμια και σύνορα, θα υπόκεινται σε ενισχυμένους ελέγχους, δήλωσε ο υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζέεχοφερ.
Η κυβέρνηση της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ είχε ήδη αυξήσει τα μέτρα ασφαλείας τους τελευταίους μήνες, ζητώντας από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να ενημερώνουν για περιεχόμενα που προωθούν το μίσος και παρέχοντας καλύτερη προστασία σε πολιτικούς και ακτιβιστές.
Όμως δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει όλες τις απειλές, κυρίως αυτές που προέρχονται από μεμονωμένα άτομα που δεν είναι γνωστά στις αρχές, διαθέτουν νομίμως όπλα και εξαπολύουν ξαφνικά επιθέσεις, όπως συνέβη με τον δράστη στη Χανάου.
Αυτοί οι «μοναχικοί λύκοι», που ριζοσπαστικοποιούνται στο Διαδίκτυο, είναι «βραδυφλεγείς βόμβες, τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσουμε με όλα τα μέσα που μας επιτρέπει το κράτος», εκτίμησε η υπουργός Δικαιοσύνης.
«Αυτό ήδη γίνεται με τους τζιχαντιστές» σε ό,τι αφορά τη διαδικτυακή παρακολούθηση και πρέπει να εφαρμοστεί «στον ακροδεξιό εξτρεμισμό», σημείωσε ο Πέτερ Νόιμαν, ειδικός σε θέματα τρομοκρατίας στο King’s College του Λονδίνου μιλώντας στη Welt.
Ο δράστης της επίθεσης στη Χανάου δεν ήταν γνωστός στις αρχές και διατηρούσε προσωπική ιστοσελίδα με ρατσιστικές θεωρίες με συνωμοσιολογικό περιεχόμενο. Στο μέλλον οι αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους περισσότερο τα «σημάδια» αυτά, πρόσθεσε ο Νόιμαν.
«Επιθετικότητα»
Ένα άλλο θέμα είναι ο πιο αυστηρός έλεγχος της οπλοκατοχής. Περίπου 5,4 εκατομμύρια όπλα κυκλοφορούν στη Γερμανία, σύμφωνα με τη Bild. Το υπουργείο Εσωτερικών ανησυχεί κυρίως για το γεγονός ότι οι ακροδεξιοί εξτρεμιστές αποκτούν ολοένα και περισσότερα όπλα διαφόρων τύπων.
Το 2018 η αστυνομία κατέσχεσε 1.091 όπλα, έναντι 676 την προηγούμενη χρονιά στο πλαίσιο ερευνών για εγκλήματα που σχετίζονται με την ακροδεξιά.
Η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) της Μέρκελ έχει ζητήσει την αυστηροποίηση της νομοθεσίας για τα όπλα. «Πολίτες δεν θα πρέπει να μπορούν να κρατούν στα σπίτια τους αυτόματα όπλα, περιλαμβανομένων όπλων για σκοποβολή» εκτίμησε η Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Τέλος η τραγωδία στη Χανάου έχει και πολιτική διάσταση σε μια χώρα όπου εδώ και δύο χρόνια το ακροδεξιό AfD βρίσκεται στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο. Το ανοικτά ακροδεξιό κόμμα, τα ηγετικά στελέχη του οποίου επικρίνουν την κουλτούρα της μεταμέλειας που επικρατεί στη Γερμανία για τα εγκλήματα του ναζισμού, θα πρέπει να «τεθεί υπό παρακολούθηση» από τις υπηρεσίες Πληροφοριών, δήλωσε ο Λαρς Κλίνγκμπάιλ γενικός γραμματέας των Σοσιαλδημοκρατών (SPD).
«Κάποιος πυροβόλησε στη Χανάου, όμως πολλοί του προσέφεραν τα πολεμοφόδια και το AfD σίγουρα φέρει μέρος της ευθύνης», κατήγγειλε στο κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο ARD. «Το AfD ευθύνεται για την πόλωση και την επιθετικότητα στον πολιτικό λόγο» επεσήμανε ο Όλιβερ Ντέκερ ειδικός στην ακροδεξιά στο πανεπιστήμιο της Λειψίας.