Το Δεκέμβρη οι φανατικοί των θρίλερ θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν το remake της ταινίας «Carrie», η οποία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Stephen King, ενός από τους διασημότερους συγγραφείς βιβλίων τρόμου.
Οι λάτρεις των βιβλίων και των ταινιών τρόμου όμως ίσως να μην είχαν την ευκαιρία αυτή, αν δεν ήταν η σύζυγος του Stephen King, Tabby.
Όταν πριν από 40 χρόνια, ο συγγραφέας έγραψε τις τρεις πρώτες σελίδες της «Carrie», τσαλάκωσε και τις πέταξε στα σκουπίδα.
Είχε απογοητευτεί πολύ από τον εαυτό του και πίστευε ότι δεν μπορούσε να γράψει κάτι από την οπτική μιας γυναίκας, αναφέρει το Mental Floss.
Η υπόθεση δεν του άρεσε καθόλου. Η Carrie White, η πρωταγωνίστρια της ιστορίας του, ήταν ενοχληκτική, συμπεριφερόταν σαν «θύμα» εξαρχής και πίστευε ότι η πλοκή της υπόθεσης προχωρούσε πολύ αργά.
«Δε μπορούσα να σπαταλήσω δύο εβδομάδες, ή ακόμη και ένα μήνα για να φτιάξω μια νουβέλα που δε μου άρεσε και που δε θα μπορούσα να πουλήσω» είχε γράψει ο ίδιος. «Έτσι την πέταξα… Άλλωστε, ποιος θα ήθελε να διαβάσει για ένα κακόμοιρο κορίτσι, με προβλήματα στην έμμηνο ρύση της;».
Την επόμενη μέρα, η σύζυγός του βρήκε τις τρεις τσαλακωμένες σελίδες και τις διάβασε. Όταν γύρισε ο άντρας της από τη δουλειά του είπε: «Κάτι υπάρχει εδώ. Αλήθεια το πιστεύω, ότι έχεις ξεκινήσει κάτι καλό».
Τις επόμενες δύο εβδομάδες η Tabby «μύησε» τον άντρα της στον κόσμο των γυναικών, δίνοντας του συμβουλές για το πώς να πλάσει τους χαρακτήρες και τη φημισμένη σκηνή στο ντουζ.
Εννιά μήνες μετά, το βιβλίο ήταν έτοιμο.
Τότε ο King και η γυναίκα του ήταν φτωχοί. Ζούσαν σε ένα τροχόσπιτο και οδηγούσαν μια σκουριασμένη Buick, τα κομμάτια της οποίας συγκρατούσαν με σύρματα και μονωτική ταινία.
Η Tabby εργαζόταν σε κατάστημα πώλησης ντόνατ, ενώ ο King δίδασκε αγγλικά σε ένα ιδιωτικό σχολείο. Τα καλοκαίρια δούλευε σε ένα πλυντήριο και τα βράδια ως επιστάτης.
Εμπνεύστηκε το χαρακτήρα της Carrie από δύο από τα πιο μοναχικά κορίτσια που θυμόταν από το σχολείο του.
Το ένα ήταν επιληπτικό και η φωνή της «συνοδευόταν» σχεδόν πάντα από τον ήχο φλεγμάτων. Η δογματική μητέρα της είχε έναν τεράστιο σταυρό στο σαλόνι τους και ήταν ξεκάθαρο ότι η εικόνα του «ακολουθούσε» το κορίτσι όπου κι αν πήγαινε.
Το δεύτερο, ήταν ένα μοναχικό κορίτσι που φορούσε τα ίδια ρούχα κάθε μέρα, κάτι την έκανε εύκολο στόχο κακόγουστων σχολίων.
Όταν ο King έγραψε την Carrie, και τα δύο κορίτσια είχαν πεθάνει.
Η πρώτη μετά από μια κρίση επιληψίας, ενώ η δεύτερη που έπασχε από επιλόχεια κατάθλιψη, μια μέρα σημάδεψε την κοιλιά της με ένα όπλο και… τράβηξε τη σκανδάλη.
Τριάντα εκδότες απέρριψαν το τελικό κείμενο, όμως ο Bill Thompson από τις εκδόσεις Doubleday, πρόσφερε στον King 2.500 δολάρια προκαταβολή για να το εκδώσει.
Με τα χρήματα αυτά ο King αγόρασε ένα καινούριο Ford Pinto και μετακόμισε με την οικογένειά του σε ένα διαμέρισμα στην περιοχή Bangor του Maine.
Ξαφνικά, είχαν αρκετά χρήματα στη διάθεσή τους για να πάνε για ψώνια στο σούπερμαρκετ, αλλά και για να αποκτήσουν τηλεφωνική σύνδεση!
Ο King ήλπιζε ότι παχυλές επιταγές θα συνέχιζαν να «γεμίζουν» τον τραπεζικό του λογαριασμό, όμως η «Carrie» πούλησε μόνο 13.000 σκληρόδετα αντίτυπα. Έτσι αποφάσισε να ανανεώσει το συμβόλαιό του με το σχολείο και για την επόμενη χρονιά.
Σύντομα ένα τηλεφώνημα άλλαξε τα πάντα.
Ήταν ο Bill Thompson. «Κάθεσαι;» τον ρώτησε.
Ο King ήταν μόνος του στο σπίτι. «Χρειάζεται;» απάντησε. «Ίσως» αποκρίθηκε ο εκδότης του.
«Η Signet Books αγόρασε τα δικαιώματα της Carrie για 400.000 δολάρια, τα μισά από τα οποία είναι δικά σου. Συγχαρητήρια Stephen!».
Η «Carrie» πούλησε πάνω από 1 εκατομμύριο αντίτυπα τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας της ως βιβλίο τσέπης, παρά τις αμφιλεγόμενες κριτικές που απέσπασε.
Η ιστορία είχε κερδίσει μεγάλο μέρος των εφήβων και ενηλίκων που «γνώριζαν από πρώτο χέρι τι πάει να πει να είσαι “στο περιθώριο”».
Όταν το 2003 ο King κέρδισε το βραβείο της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων (Medal of Distinguished Contribution to American Letters) κλήθηκε να μιλήσει στην απονομή των Εθνικών Βραβείων Βιβλίου.
Ο King δε μίλησε για την επιτυχία του ή για χρήματα. Μίλησε για τη γυναίκα που είχε «διασώσει» την «Carrie» από τα σκουπίδια και επέμεινε να «πάρει ζωή».
Τη γυναίκα του, την Tabby.
«Ακόμη κι αν η γυναίκα μου μού είχε υποδείξει με αγάπη, καλοσύνη και ευγένεια, ότι είχε έρθει η ώρα να αφήσω το όνειρό μου στην άκρη και να στηρίξω την οικογένειά μου, θα το έκανα χωρίς παράπονο» είπε στην απονομή.
Όμως αυτό δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό της.
Και όσοι από εσάς κρατάτε στα χέρια σας ένα αντίτυπο, θα διαβάσετε στην αφιέρωση: «Αυτό είναι για την Tabby που με έμπλεξε σε αυτό και… με ξέμπλεξε».