Είναι αλήθεια πως πολλά απρόοπτα μπορούν να συμβούν όταν καταδύεται κανείς, μέσα σε ένα μικρό υποβρύχιο, σε βάθος άνω των 450 μέτρων στον Ατλαντικό Ωκεανό. Αλλά εκείνη την ημέρα, σχεδόν όλα είχαν πάει σύμφωνα με το σχέδιο.

Για οκτώ ώρες το μικρό υποβρύχιο «Pisces III» εκτελούσε εργασίες για την προστασία καλωδίου τηλεφωνίας στο βυθό του κρύου σκοτεινού ωκεανού.

Πλήρωμα ήταν ο 28χρονος Roger Chapman και ο 35χρονος Roger Mallinson, και οι δύο έμπειροι χειριστές.

Η διαδικασία, στα ανοιχτά του Cork στην Ιρλανδία, θα διαρκούσε μήνες και οι δύο Βρετανοί ήταν μόλις στην αρχή της 20ήμερης βάρδιάς τους.

Στις 8 το πρωί το σκάφος άρχισε να ανεβαίνει και οι δύο, εξαντλημένοι και πεινασμένοι, σκέφτονταν μόνο το… πρωινό.

Το υποστηρικτικό σκάφος τραβούσε το «Pisces III» μέχρι που αυτό βγήκε στην επιφάνεια. Και τότε όλα πήγαν στραβά. Ακούστηκε ο συναγερμός για εισροή υδάτων και έπειτα από λίγο το σκάφος ταλαντεύτηκε και άρχισε να ξαναγλιστρά προς το βυθό.

Ο δείκτης του βάθους έδειχνε 200 πόδια όταν το υποβρύχιο τραντάχτηκε και το σκοινί που το έδενε με το σκάφος τεντώθηκε. Οι δύο άνδρες κρατούσαν την ανάσα τους. Αλλά το χειρότερο ακολούθησε: το σκοινί κόπηκε και το υποβρύχιο βυθίστηκε με ταχύτητα.

Ο δείκτης σταμάτησε στα 1575 πόδια και οι άνδρες πέρασαν μερικά αγωνιώδη λεπτά μέχρι να σιγουρευτούν πως δεν υπήρχε εισροή υδάτων. Η επόμενη αγωνία αφορούσε την παροχή οξυγόνου αλλά και τη συσκευή που «καθαρίζει» το διοξείδιο του άνθρακα από την αναπνοή τους. Μέσα στην ατυχία τους, τουλάχιστον αυτά λειτουργούσαν. Δεν είχαν πια τίποτα άλλο να κάνουν παρά να περιμένουν. Ο Chapman έγραψε μόνο δύο λέξεις στο σημειωματάριό του: «Στο βυθό».

Αυτό που ακολούθησε τις επόμενες τέσσερις ημέρες, στα τέλη του Αυγούστου του 1973, ήταν μία από τις πιο συναρπαστικές αποστολές διάσωσης στην ιστορία με τη συμμετοχή εκατοντάδων ανθρώπων, τριών υποβρυχίων, ελικοπτέρων, πλοίων του Βασιλικού Ναυτικού και υποστηρικτικών σκαφών.

Δεκαετίες μετά, η ιστορία του «Pisces III» γίνεται για πρώτη φορά ταινία, με πιθανούς πρωταγωνιστές τους Ewan McGregor και Jude Law.

Ο επικεφαλής της επιχείρησης Peter Messervy και η ομάδα του εκτίμησαν πως οι Chapman και ο Mallinson είχαν οξυγόνο για περίπου τέσσερις ημέρες κι έτσι το όλο εγχείρημα έπρεπε να ολοκληρωθεί σε λιγότερο από 80 ώρες.

Αρχικά αναζητήθηκε ένα άλλο καταδυτικό σκάφος που να μπορεί να φτάσει το «Pisces» αλλά κι ένα μη επανδρωμένο υποβρύχιο, το CURV.

Ενώ στη στεριά οι εργασίες ήταν πυρετώδεις και πλοία έφταναν από παντού για να βοηθήσουν, στο βυθό οι δύο χειριστές είχαν δύο σημαντικά προβλήματα. Το ένα ήταν το φίλτρο που καθάριζε το διοξείδιο του άνθρακα που έπρεπε να αλλάζει κάθε μία ώρα. Αν τους έπαιρνε και τους δύο ο ύπνος κινδύνευαν να μην ξυπνήσουν ποτέ και όσο η εξάντληση αυξανόταν αυτός ο κίνδυνος ήταν ολοένα και μεγαλύτερος. «Είχαμε δύο χρονόμετρα και τα χρησιμοποιούσαμε σαν ξυπνητήρια», θυμάται ο Chapman, «τα βάζαμε πριν κοιμηθούμε και παρακαλούσαμε ένας από τους δυο μας να ξυπνήσει».

Το δεύτερο πρόβλημα ήταν το κρύο. Κανονικά υπάρχει ζέστη στο υποβρύχιο αλλά τώρα, καθώς έπρεπε να μένουν ακίνητοι για να μην καταναλώνουν οξυγόνο, ένιωθαν το κρύο του ωκεανού.

Οι ίδιες ώρες ήταν ώρες αγωνίας για τις οικογένειές τους.

Ο Chapman είχε παντρευτεί μόλις λίγους μήνες πριν ενώ Mallinson είχε τρία μικρά παιδιά. Οι αρχές συμβούλεψαν τις οικογένειές τους να μην ακούν τα νέα στο ραδιόφωνο καθώς πολλές από τις πληροφορίες που μεταδίδονταν ήταν ανακριβείς.

Καθώς οι ώρες περνούσαν, η απαισιοδοξία τους μεγάλωνε. «Δεν πιστεύαμε πως θα σωθούμε», λέει ο Mallinson.

«Ξέραμε πως είχαμε περιορισμένο χρόνο και όταν αυτός θα τελείωνε θα τελειώναμε κι εμείς».

Εντωμεταξύ στο «μέτωπο» της επιχείρησης διάσωσης τα πράγματα ήταν δύσκολα. Το Voyager επέστρεψε με δύο άλλα καταδυτικά σκάφη.

Το «Pisces II» άρχισε να καταδύεται εξοπλισμένο με έναν ειδικό ιμάντα για να τραβήξει το «Pisces III», υπέστη ωστόσο ζημιές κατά τη βύθισή του.

Αν και έφτασε στο βυθό, δεν μπορούσε να εντοπίσει το «Pisces III» και ξαναβγήκε στην επιφάνεια.

Σε αποτυχία κατέληξε και η αποστολή του «Pisces V» καθώς το πλήρωμά του δεν μπορούσε να εντοπίσει το χαμένο υποβρύχιο.

Αγωνιωδώς περίμεναν κάποια ένδειξη και οι δύο άνδρες μέσα στο βυθισμένο σκάφος, οι οποίοι δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους όταν είδαν τα φώτα του «Pisces V».

Άνοιξαν ένα κουτάκι λεμονάδα για να το γιορτάσουν, αλλά η διάσωση είχε πολύ δρόμο ακόμα. Άλλη μια απόπειρα με το «Pisces II» απέτυχε ενώ όταν αποφασίστηκε η χρήση του CURV χρειαζόταν και τετράωρη αναμονή για να
επισκευαστεί μια ηλεκτρική βλάβη.

Είχε φτάσει το πρωί της 4ης ημέρας και όλα έδειχναν πως οι δύο άνδρες δεν θα κατάφερναν να σωθούν. Όλα είχαν πάει στραβά. Είχε απομείνει οξυγόνο μόλις για δέκα ώρες κι εκείνοι ήδη είχαν αρχίσει να χάνουν περιοδικά τις αισθήσεις τους.

Περίπου έξι ώρες αργότερα η ανέλκυση του «Pisces III» άρχισε με καλύτερους οιωνούς και με το CURV εξοπλισμένο με ακόμα έναν ιμάντα.

Το σκάφος κλυδωνιζόταν έντονα κατά τη διαδικασία αυτή και, σαν κερασάκι στην τούρτα, οι σακούλες όπου οι δύο άνδρες μάζευαν τις φυσικές τους ανάγκες, έσκασαν. «Ήταν σαν να εξερράγη μία τεράστια πάνα», έλεγε αργότερα ο Chapman.

Είκοσι λεπτά πριν τελειώσει το οξυγόνο, είδαν το φως του ήλιου ξανά. Μια εβδομάδα αργότερα είχαν επιστρέψει στη δουλειά και ήταν πάλι στον Ατλαντικό.

Οι δύο άνδρες εξακολουθούν να συναντώνται μία φορά το χρόνο.