Η Brigitte Höss ζει ήσυχα σε έναν δρόμο με συστοιχίες δέντρων στη βόρεια Virginia. Είναι πλέον, στα 80 της, συνταξιούχος, καθώς εργάστηκε στα σαλόνια μόδας της Ουάσινγκτον για περισσότερα από 30 χρόνια. Πρόσφατα διαγνώστηκε με καρκίνο κι έτσι περνά μεγάλο μέρος του χρόνους της αντιμετωπίζοντας της συνέπειες της ασθένειάς της.
Η Brigitte έχει κι ένα μυστικό που δεν ξέρουν ούτε τα εγγόνια της: πατέρας της ήταν το Rudolf Höss, ο διοικητής του Άουσβιτς.
Ήταν ο άνθρωπος πίσω από τη «φονική μηχανή» του φρικτού στρατοπέδου συγκέντρωσης, με δυνατότητα εξολόθρευσης 2.000 ανθρώπων την ώρα, γράφει η Washington Post. Ήταν ο άνθρωπος που υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους σφαγείς και μαζικούς δολοφόνους στην ιστορία.
Για σαράντα χρόνια η Brigitte κράτησε το παρελθόν της κρυφό, κρυμμένο σε μία γωνία του μυαλού της, μακριά ακόμα και από τα πιο στενά μέλη της οικογένειάς της.
Την εντόπισε ο Thomas Harding, συγγραφέας του βιβλίου «Hanns and Rudolf: The True Story of the German Jew Who Tracked Down and Caught the Kommandant of Auschwitz», το οποίο αφορά τη σύλληψη του Höss από τον Hanns Alexander, μακρινό θείο του συγγραφέα.
Χρειάστηκε τρία χρόνια για να τη βρει και εκείνη δέχθηκε να του μιλήσει με την προϋπόθεση πως δεν θα γίνει το τωρινό επώνυμό της, αυτό του συζύγου της δηλαδή, γνωστό και πως δεν θα αποκαλυφθούν λεπτομέρειες που μπορεί να οδηγήσουν στην ταυτότητά της.
«Υπάρχουν τρελοί εκεί έξω. Μπορεί να μου κάψουν το σπίτι ή να πυροβολήσουν κάποιον», του είπε.
«Όταν κάποιος ρωτά για τον μπαμπά μου, απαντώ πως πέθανε στον πόλεμο», εξηγεί.
Είναι όμως πια 80 χρονών και αρχίζει να αναρωτιέται μήπως θα έπρεπε να πει την ιστορία της στα εγγόνια της ή αν είναι καλύτερο να την πάρει μαζί της.
Σύμφωνα με τα αρχεία του προσωπικού των Ες Ες, η Inge-Brigitt Höss γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου του 1933 κοντά στη Βαλτική, το τρίτο από τα πέντε παιδιά του Rudolf και της Hedwig.
Στην παιδική της ηλικία πήγαινε από στρατόπεδο συγκέντρωσης σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ακολουθώντας την εξέλιξη του πατέρα της στην ιεραρχία των Ες Ες. Ήταν στο Νταχάου από ενός έως πέντε, στο Ζάξενχαουζεν έως τα 7 της και από τότε έως τα 11 στο Άουσβιτς.
Από το 1940 έως το 1944 η οικογένεια Höss ζούσε σε ένα διώροφο σπίτι στην άκρη του Άουσβιτς με τη μητέρα της Brigitte να περιγράφει το μέρος ως παράδεισο. Είχαν μάγειρες, νταντάδες, κηπουρούς, σοφέρ, κομμωτές, καθαριστές και ράφτες, ορισμένοι από τους οποίους ήταν βέβαια κρατούμενοι.
Η οικογένεια είχε εξοπλίσει το σπίτι της με έπιπλα και έργα τέχνης των κρατούμενων που οδηγούνταν στους θαλάμους αερίων. Ήταν μία ζωή μέσα στην πολυτέλεια, λίγα βήματα από τον απόλυτο τρόμο.
Τον Απρίλιο του 1945 ο Rudolf Höss και η οικογένειά του έφυγε για το βορά και χωρίστηκε: η μητέρα πήρε τα παιδιά και βρήκε καταφύγιο στο χωριό St Michaelisdonn.
Ο Rudolf, με ψεύτικη ταυτότητα εργάτη, κρύφτηκε σε μία φάρμα κοντά στα σύνορα με τη Δανία. Η οικογένεια περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να φύγει για τη Νότια Αμερική.
Όταν ο Harding τη ρωτά για τη ζωή στο Άουσβιτς εκείνη προτιμά να αλλάξει θέμα. «Είναι καλύτερα να μην τα θυμόμαστε όλα αυτά», λέει.
Προτιμά να μιλήσει για τη σύλληψη του πατέρα της το Μάρτιο του 1946, όταν εκείνη ήταν 13 χρόνων. Θυμάται τους Βρετανούς στρατιώτες να της φωνάζουν «πού είναι ο πατέρας σου; Πού είναι ο πατέρας σου;» ξανά και ξανά μέχρι που την έπιασε φοβερός πονοκέφαλος.
«Βγήκα έξω από το σπίτι κι έκλαψα, κάτω από ένα δέντρο. Μετά ηρέμησα, ανάγκασα τον εαυτό μου να σταματήσει το κλάμα. Ο πονοκέφαλος πέρασε. Αλλά πάθαινα ημικρανίες για χρόνια», εξηγεί. «Είχαν σταματήσει πριν λίγα χρόνια αλλά μόλις έλαβα το γράμμα σου ξανάρχισαν», λέει στον συγγραφέα.
Η ταυτοποίηση του πατέρα της έγινε από τη βέρα του που έγραφε «Rudolf» και «Hedwig».
Ήταν ο πρώτος υψηλόβαθμος αξιωματούχος που αναγνώριζε την έκταση της σφαγής στο Άουσβιτς. Τον παρέδωσαν στους Αμερικανούς που τον έβαλαν να καταθέσει στη Νυρεμβέργη. Στη συνέχεια τον παρέδωσαν στους Πολωνούς οι οποίοι τον εκτέλεσαν και τον κρέμασαν στο Άουσβιτς.
Το 1950 η Brigitte κατάφερε να φύγει από τη Γερμανία και να αρχίσει καινούρια ζωή στην Ισπανία. Ήταν μια εντυπωσιακά όμορφη γυναίκα με μακριά ξανθά μαλλιά και καλλίγραμμη σιλουέτα. Εργάστηκε για τρία χρόνια ως μοντέλο με τον ανερχόμενο τότε οίκο μόδας Balenciaga.
Το 1961 παντρεύτηκε έναν Ιρλανδο-Αμερικάνο μηχανικό που εργαζόταν στη Μαδρίτη για λογαριασμό εταιρείας επικοινωνιών με έδρα την Ουάσινγκτον.
Απέκτησαν ένα γιο και μια κόρη και τα επαγγελματικά τους τούς έστειλαν στη Λιβερίας, την Ελλάδα, το Ιράν και το Βιετνάμ.
Ο σύζυγός της λέει πως η Brigitte του μίλησε για τον πατέρα της και τη ζωή της στο Άουσβιτς πριν καν παντρευτούν και είχαν μία άτυπη συμφωνία να μην μιλούν για το οικογενειακό της περιβάλλον.
Το 1972 μετακόμισαν στην Ουάσινγκτον με την Brigitte να δυσκολεύεται στην προσαρμογή καθώς δεν μιλούσε καν καλά αγγλικά. Ωστόσο βρήκε δουλειά σε μία μπουτίκ. Μία μέρα μπήκε μια γυναίκα, της άρεσε το στυλ της Brigitte και της πρότεινε να δουλέψει στο δικό της οίκο μόδας.
Λίγο μετά την πρόσληψή της η Brigitte μέθυσε και στο μεθύσι της αποκάλυψε στον διευθυντή του καταστήματος ποιος ήταν ο πατέρας της. Εκείνος το είπε στην ιδιοκτήτρια του οίκου μόδας.
Εκείνη με τη σειρά της είπε στην Brigitte πως μπορούσε να μείνει στη δουλειά της, πως η ίδια δεν είχε κάνει κανένα έγκλημα. Αυτό που η Brigitte δεν γνώριζε τότε ήταν πως η ιδιοκτήτρια και ο σύζυγός της ήταν Εβραίοι και το είχαν σκάσει από τη ναζιστική Γερμανία μετά τις επιθέσεις του 1938.
Η γυναίκα ήταν ευγνώμων που την αντιμετώπισαν ως άνθρωπο και όχι ως κόρη του μπαμπά της. Εργάστηκε στο κατάστημα για 35 χρόνια και η ιδιοκτήτρια κράτησε το μυστικό της. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τίποτα για το παρελθόν της.
Σήμερα η ζωή της Βrigitte είναι γεμάτη νοσοκομεία, γιατρούς και φάρμακα. Με τον σύζυγό της χώρισε το 1983 και έκτοτε παντρεύτηκε άλλες δύο φορές.
Μαζί της ζει και ο γιος της. Ξέρει για τον παππού του αλλά δεν έδειξε και πολύ ενδιαφέρον για το γενεαλογικό του δέντρο. Η κόρη της πέθανε ενώ συχνά την επισκέπτονται τα εγγόνια της.
Μια φορά το χρόνο συναντάται στη Φλόριντα με την αδελφή της, η οποία ταξιδεύει από τη Γερμανία μόνο με αυτό το σκοπό. Ο ένας αδελφός τους έχει πεθάνει, άλλα δύο αδέλφια τους ζουν στη Γερμανία.
Κανένα από τα αδέλφια δεν μιλά για την παιδική τους ηλικία. Είναι σαν η ιστορία τους να αρχίζει το 1947, όταν ο πατέρας τους εκτελέστηκε.
Η Brigitte δεν αρνείται τις αγριότητες που συνέβησαν ούτε το φόνο των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αμφισβητεί ωστόσο τον αριθμό των νεκρών. «Πώς μπορεί να υπάρχουν τόσοι επιζώντες αν τόσο πολλοί σκοτώθηκαν;», ρωτά.
Όταν τη ρωτούν για την ομολογία του πατέρα της πως ευθύνεται για το φόνο περισσότερων από ένα εκατομμύριο Εβραίων, εκείνη λέει πως οι Βρετανοί τον βασάνισαν για να το ομολογήσει.
«Και τον πατέρα σου, πώς τον θυμάσαι;» τη ρωτά ο Harding. «Ήταν ο πιο καλός άνθρωπος στον κόσμο», απαντά. «Ήταν πολύ καλός μαζί μας». Θυμάται να τρώνε όλοι μαζί, να παίζουν στον κήπο, να διαβάζουν παραμύθια.