Κάποιοι διαβλέπουν στο γεγονός της παραπομπής του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έναν παράγοντα που μακροπρόθεσμα θα επηρεάσει τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2020. Κάποιοι, όμως, έχουν στραμμένα τα βλέμματά τους στις προκριματικές εκλογές για το χρίσμα της Δευτέρας 3 Φεβρουαρίου στην Αϊόβα, θεωρώντας πως τη γνώμη των ψηφοφόρων στις κρίσιμες για το αποτέλεσμα αγροτικών Πολιτειών θα κρίνει η διαμόρφωση των τιμών της σόγιας και οι δασμοί πάνω στο προϊόν που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στην Κίνα, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Για κάποιους ακούγεται ως αστεϊσμός, όμως δεν λείπουν οι απόψεις ειδικών που αποφαίνονται ότι ο ανταγωνισμός στα διατροφικά προϊόντα ενδέχεται να καταλήξει σε έναν επόμενο «ψυχρό πόλεμο».
Τώρα, ο Τραμπ παρά τον εμπορικό πόλεμο που έχει κηρύξει στο Πεκίνο, εμφανίζεται πλέον υποστηρικτής των εξαγωγών σόγιας προς την Κίνα, τον μεγαλύτερο εισαγωγέα του προϊόντος στον κόσμο, προκειμένου να εξασφαλίσει ακόμη μία φορά την αποφασιστική ψήφο των αγροτοπαραγωγών Πολιτειών, που έγειραν την πλάστιγγα υπέρ του, κατά την προηγούμενη προεδρική αναμέτρηση.
Τούτη η ψήφος των αγροτικών Πολιτειών είναι κατά πολλούς αναλυτές εκείνη που θα κρίνει και την έκβαση των εκλογών του 2020. Οι αγρότες στις μεσοδυτικές Πολιτείες έχουν πληγεί ιδιαίτερα από το καθεστώς των κυρώσεων που επέβαλε ο Τραμπ στην Κίνα, αλλά και από τις καιρικές συνθήκες, που έχουν μειώσει σχεδόν στο μισό την παραγωγή τους κι έχουν επιδεινώσει την οικονομική τους κατάσταση.
Την ίδια ώρα που οι ΗΠΑ και η Κίνα αντιπαρατίθενται για τις εμπορικές κυρώσεις, ένας τρίτος παίκτης εισέρχεται στη διεθνή κονίστρα, που έχει αναδειχθεί σε πρώτο παραγωγό σόγιας, του «χρυσού» στο χρηματιστήριο πρώτων υλών διεθνώς: είναι η Βραζιλία του ακροδεξιού προέδρου Ζαΐχ Μπολσονάρου, του οποίου η πολιτική ευνοεί την αποψίλωση των δασών του Μάτου Γκρόσου στην Αμαζονία και την επέκταση των καλλιεργειών.
Πλέον, με την είσοδο της Βραζιλίας στο παγκόσμιο εμπόριο σόγιας, το προϊόν αυτό αποκτά μέγιστη γεωστρατηγική σημασία. Η Κίνα εκμεταλλεύεται τον πόλεμο των κυρώσεων για να πλήξει την αμερικανική οικονομία αφ’ ενός, εφαρμόζοντας αντίμετρα που πλήττουν ακριβώς τα γεωργικά προϊόντα των ΗΠΑ και από την άλλη στρέφεται στην αγορά της Βραζιλίας για να εξασφαλίσει ότι οι ανάγκες της ικανοποιούνται.
Οι εξαγωγές σόγιας προς την Κίνα είναι πολύ περισσότερο κερδοφόρες για τους Βραζιλιάνους εξαγωγείς, από τις πωλήσεις χάλυβα στις ΗΠΑ, που επιπλέον υπόκεινται στη νέα δασμολόγηση της Ουάσιγκτον.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει το βραζιλιάνικο υπουργείο οικονομίας, οι εξαγωγές χάλυβα στις ΗΠΑ έφθασαν τα 3,4 δισ. δολάρια, έναντι 17,8 δισ. δολαρίων που εισέπραξαν οι εξαγωγείς σόγιας στην Κίνα.
Πλέον, η σόγια γίνεται το πλέον περιζήτητο εισαγώγιμο προϊόν για το Πεκίνο, μετά το χοιρινό που, ειρήσθω εν παρόδω, λόγω των αυξημένων εξαγωγών από τη Βραζιλία προς την Κίνα, έχει δημιουργήσει ελλείψεις στο εσωτερικό της νοτιοαμερικανικής χώρας και κατακόρυφη άνοδο της τιμής του, για τους ντόπιους καταναλωτές. Και παράλληλα, δημιουργεί έναν έμμεσο ανταγωνισμό στην παραγωγή των ΗΠΑ, που η έκβασή του ενδέχεται να βαρύνει στην απόφαση των Αμερικανών αγροτών την ώρα της ψήφου.