Ένας Αφρικανός μετανάστης, που διασώθηκε προσφάτως από ένα φουσκωτό σκάφος, στο οποίο συνωστιζόταν μαζί με άλλους, στα νερά της Μεσογείου, δήλωσε ότι θα προτιμούσε να πεθάνει στη θάλασσα παρά να επιστρέψει στη Λιβύη, μια μαρτυρία που αποτυπώνει την απόγνωση των μεταναστών που προσπαθούν να φθάσουν στην Ευρώπη.
Ο Ιμπραχίμ Ασουμάνου Άμπντελ Αζίζε, από το Τόγκο, η Νιγηριανή σύντροφός του Φέτια Οουολάμπι και ο πεντάχρονος γιος τους Ιμπραχίμ βρίσκονταν μεταξύ των 73 μεταναστών που διέσωσε από τη φουσκωτή βάρκα την Τετάρτη το βράδυ, το πλήρωμα του πλοίου Open Arms.
Η βάρκα με τους μετανάστες, οι περισσότεροι από την Κεντρική και Δυτική Αφρική, έπλεε στα ανοικτά των ακτών της Λιβύης για τουλάχιστον 24 ώρες, προτού την εντοπίσουν.
Η οικογένεια, αφού άφησε το σπίτι της στη Νιγηρία, μετέβη στη Λιβύη, όπου έκανε διάφορες δουλειές για δύο χρόνια, προκειμένου να καταφέρει να συγκεντρώσει τα 1.300 δολάρια που χρειαζόταν για τον διάπλου.
«Δουλεύεις για εκείνους, δεν σε πληρώνουν, για αυτό ακριβώς αποφασίσαμε να φύγουμε από τη Λιβύη, δεν μπορούμε να ζούμε έτσι με τον γιο μου, απλά θέλω το παιδί μου να είναι ασφαλές, για αυτό έφυγα» εξήγησε η Οουολάμπι.
«Ήθελα να πάω στην Ευρώπη, δεν ήταν εύκολο όσο βρισκόμουν στο νερό… Εάν πρέπει να πεθάνω στη θάλασσα, είναι καλύτερο από το να επιστρέψω στη Λιβύη» σημείωσε, από την πλευρά του, ο Αζίζε.
Η σύντροφός του εκμυστηρεύτηκε ότι είχε τρομοκρατηθεί από το ταξίδι και εύχεται να είχε παραμείνει στη Νιγηρία.
«Δεν γνώριζα τη θάλασσα… έκλαιγα, είπα στους άλλους να επιστρέψουμε, διότι φοβόμουν».
Το Open Arms προσπαθεί να ελλιμενιστεί σε ευρωπαϊκό λιμάνι, ίσως στην Ιταλία ή τη Μάλτα, όπως εξήγησε ο επικεφαλής της αποστολής Ρικάρντο Γκάτι την Πέμπτη.