Πολλαπλά κερδισμένος βγήκε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από τη χθεσινή του συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ, στον Λευκό Οίκο, σύμφωνα με το Foreign Policy. Όπως αναφέρει η του Μέσου, ο Τούρκος πρόεδρος κέρδισε μια σπάνια ευκαιρία, να απευθυνθεί όχι μόνο στους πολίτες των ΗΠΑ, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Μάλιστα, όπως σημειώνεται, δεν είναι ξεκάθαρο εάν ο Αμερικανός ομόλογός του αποκόμισε οτιδήποτε από αυτήν τη συνάντηση, όσον αφορά τους ρωσικούς στρατιωτικούς εξοπλισμούς, τις επιθέσεις στη Συρία, τις διώξεις δημοσιογράφων και όποιου άλλου θεωρεί πολιτικό του αντίπαλο.
«Η Τουρκία, όπως όλοι γνωρίζουν, είναι ένας υπέροχος σύμμαχος στο ΝΑΤΟ και στρατηγικός συνεργάτης των ΗΠΑ στον υπόλοιπο κόσμο», είπε ο Τραμπ, ευχαριστώντας τον Ερντογάν για τις προσπάθειές του για κατάπαυση του πυρός στη βορειοανατολική Συρία, παρά το γεγονός -επισημαίνει το Foreign Policy– ότι οι εχθροπραξίες ποτέ δεν σταμάτησαν, καθώς και για τη ζωτικής σημασίας συνεισφορά της Τουρκίας στις επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν, αλλά και κατά του Ισλαμικού Κράτους.
«Στην πραγματικότητα η Τουρκία δεν έπαιξε κανένα σημαντικό ρόλο στον θάνατο του ηγέτη του Ισλαμικού Κράτους, κατά την επιχείρηση των ΗΠΑ μόλις μερικά μίλια από τα σύνορα της Τουρκίας», προστίθεται.
Αυτό που παρέλειψε να αναφέρει ο Τραμπ, επισημαίνεται στην ανάλυση, είναι οι κατηγορίες για φρικτά εγκλήματα πολέμου κατά την εισβολή στη Συρία, συμπεριλαμβανομένων της χρήσης λευκού φωσφόρου, εκτελέσεις αιχμαλώτων και επιθέσεις σε γυναίκες και παιδιά. Ο Ερντογάν από την άλλη, ανάλωσε τον περισσότερο του χρόνο μπροστά στην κάμερα, σε επιθέσεις κατά των Κούρδων και του YPG, το οποίο στην ουσία έπαιξε τον κυριότερο ρόλο στην καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους,, ενώ τους καταλόγισε μια βομβιστική επίθεση με 13 νεκρούς στην πόλη Tal Abyad.
Η συνέντευξη Τύπου είναι άλλο ένα παράδειγμα, όπου «ο Ντόναλντ Τραμπ υπέκυψε στις απαιτήσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έναν μόλις μήνα μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τα σύνορα με τη Συρία, η οποία άναψε το “πράσινο φως” για την εισβολή της Τουρκίας στην περιοχή».
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, ο Ερντογάν θα πρέπει να είναι ευχαριστημένος από το γεγονός, ότι ομόλογός του των ΗΠΑ του πρόσφερε απλόχερα το βήμα για να υπερασπιστεί τον εαυτό του από τον Λευκό Οίκο, ενώ η κυβέρνησή του βάλλεται διεθνώς από τα ΜΜΕ. Πρόκειται για μια νίκη του Τούρκου προέδρου στο επίπεδο των δημοσίων σχέσεων, με διεθνή Μέσα να προβάλλουν τις θέσεις του για πάνω από 15 λεπτά της ώρας.
Η συνάντηση που προηγήθηκε, ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους δύο ηγέτες, να φθάσουν σε συμφωνία για πολλά θέματα, ανάμεσα στα οποία το ζήτημα των S-400, καθώς και την εμπορική συμφωνία των 100 δισ. δολαρίων που προανήγγειλε ο Τραμπ. Εντούτοις, δεν έφτασαν σε συμφωνία για κανένα από αυτά τα θέματα. Αναλυτές επισημαίνουν, ότι ο Ερντογάν κατάφερε να κερδίσει τον Αμερικανό πρόεδρο στο ζήτημα των S-400, αφού έφτασε σε ένα συμβιβασμό, να μην ενεργοποιήσει το σύστημα, αλλά αυτός ο συμβιβασμός θα μπορούσε εύκολα να ανατραπεί. «Θα μπορούσε να τους κρατήσει απενεργοποιημένους, αλλά το επίπεδο εμπιστοσύνης απέναντί του, ότι δεν θα αλλάξει γνώμη σε έξι μήνες ή ένα χρόνο από τώρα, είναι μηδενικό», σημειώνεται.
Βάσει του Foreign Policy, η βασική ανησυχία είναι, ότι η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει τους S-400, οι οποίοι σχεδιάστηκαν για να εντοπίζουν τα πιο εξελιγμένα πολεμικά αεροσκάφη των ΗΠΑ, για να εξασφαλίσει καίριες πληροφορίες σχετικά με το πώς τα F-35 λειτουργούν, όταν βρίσκονται σε λειτουργία «απόκρυψης». Αυτές οι πληροφορίες θα μπορούσαν εύκολα να φτάσουν στη Μόσχα, η οποία εκπαιδεύει τους Τούρκους στρατιώτες πάνω στα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας.
Μετά την παραλαβή των πυραύλων από τη Ρωσία, η Τουρκία αποκλείστηκε από το πρόγραμμα των F-35 και υπάρχει πρόνοια για απώλεια της παραγωγής στα αεροσκάφη τον Μάρτιο του 2020. Όμως, παρά τις διακηρύξεις, οι ΗΠΑ άφησαν ανοιχτή την πόρτα για επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα, εάν βρουν τρόπο να επιλύσουν το θέμα των S-400.
Επίσης, το Foreign Policy αναφέρει ότι δύο είναι οι λόγοι, για τους οποίους ο Ερντογάν προτίμησε τους S-400, από τους αμερικανικούς Patriot. Ο πρώτος λόγος είναι πολιτικός και πρόκειται για την «προσφορά» του Τούρκου προέδρου προς τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο δεύτερος λόγος είναι τεχνικής φύσεως, αφού το ραντάρ των S-400 είναι των 360 μοιρών, ενώ των Patriot μόνο 180 μοιρών.
Μάλιστα, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε κατηγορήσει τον προκάτοχό του, Μπαράκ Ομπάμα, ότι επί διακυβέρνησής του είχε αρνηθεί να πωλήσει τους Patriot στην Άγκυρα. Όμως πρόκειται για ανακρίβεια, αφού η Τουρκία αρνήθηκε δύο φορές προσφορά για τους Patriot, με τη συμφωνία να ναυαγεί λόγω της επιμονής του Ερντογάν για μεταφορά της τεχνολογίας των πυραύλων και την άρνηση των ΗΠΑ πάνω σε αυτό το ζήτημα.
Ο Ρετζέπ Ταγί Ερντογάν, όμως, παρά το γεγονός ότι διαφαίνεται πως δεν θα υπάρξει συμφωνία για τους Patriot, «παίζει» με τον ομόλογό του των ΗΠΑ, αφήνοντας το ενδεχόμενο αγοράς τους ανοιχτό.