Με την ευκαιρία της δημοσιοποίησης της ετήσιας έκθεσής του για την υγεία στον κόσμο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε σήμερα ότι τα τελευταία χρόνια έχει κλείσει σημαντικά η ψαλίδα των υπηρεσιών υγείας μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων χωρών.
Ταυτόχρονα ωστόσο, η πρόοδος για την επίτευξη των Στόχων της Χιλιετίας για την Ανάπτυξη (OMD) παραμένει πολύ αργή, επισήμανε ο διευθυντής του τμήματος στατιστικών υγείας, Τις Μπέρμα.
Οι OMD είναι ένα σύνολο οκτώ στόχων που συμφωνήθηκαν το 2000 με απώτερο σκοπό να μειωθεί στο μισό η φτώχεια μέχρι το 2015.
Μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν την καταπολέμηση της πείνας, των ασθενειών, του αναλφαβητισμού, της περιβαλλοντικής καταστροφής και των διακρίσεων απέναντι στις γυναίκες.
«Η Διακήρυξη της Χιλιετίας, το 2000, στόχευε στο να μειωθεί το χάσμα μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών χωρών. Ο τομέας της υγείας έδειξε ότι μπορεί να επιτευχθεί σημαντική πρόοδος χάρη στις μεγάλες επενδύσεις», είπε ο Μπέρμα, υπογραμμίζοντας πόσο σημαντική ήταν η βοήθεια που παρείχαν οι πλούσιες χώρες.
Έτσι, για παράδειγμα, στις φτωχότερες χώρες του πλανήτη, η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε κατά 39% από το 1990.
Δυστυχώς όμως δεν αναμένεται να επιτευχθεί ο στόχος που είχε τεθεί, να μειωθεί δηλαδή κατά τα 2/3 το ποσοστό της θνησιμότητας των παιδιών κάτω των 5 ετών. Επίσης, οι ανισότητες παραμένουν εντυπωσιακές και στην αντιμετώπισης ορισμένων ασθενειών. Για παράδειγμα, το 95% των θανάτων από ελονοσία καταγράφεται σε 14 χώρες.
Από τα στατιστικά στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί από 194 χώρες διαπιστώνεται ότι η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου είναι εκείνη που δαπανά για την υγεία τα περισσότερα χρήματα ανά κάτοικο σε παγκόσμιο επίπεδο.