Μέχρι και σήμερα, ένα πέπλο μυστηρίου καλύπτει τα γεγονότα που σχετίζονται με το αναστάσιμο Άγιο Φως, με τη διαμάχη για το αν πρόκειται για θαύμα ή όχι να αφήνει τους πιστούς διχασμένους, αναφορικά τόσο με το θεολογικό υπόβαθρο όσο και τον συμβολισμό της ευφρόσυνης αυτής τελετής.
Κι όμως, ένα από τα κορυφαία μυστήρια του χριστιανικού κόσμου καλεί σε βαθύτερη ανάλυση, καθώς το Μεγάλο Σάββατο κοντοζυγώνει και το Άγιο Φως ετοιμάζεται για άλλη μια χρονιά να σκορπίσει το θεϊκό του φως στα πέρατα της οικουμένης.
Η θεϊκή φλόγα, ισχυρίζονται οι παραδόσεις, εμφανίζεται «από το πουθενά» στον ελληνορθόδοξο πατριάρχη, αποκλειστικά σε αυτόν και σε κανέναν άλλο, στις 12 το μεσημέρι ακριβώς κάθε Μεγάλου Σαββάτου. Η αφή δεν μπορεί να γίνει από ετερόδοξο -μη ορθόδοξο δηλαδή- χριστιανό, αλλά και το φαινόμενο δεν λαμβάνει χώρα κατά το Πάσχα των καθολικών, το οποίο πολύ συχνά δεν συμπίπτει με το ορθόδοξο. Οι θρύλοι μάς λένε ότι όποτε επιχειρήθηκε κάτι διαφορετικό, το Άγιο Φως δεν εμφανίστηκε.
Πέρα από προσωπικές αντιλήψεις, μαρτυρίες και πηγές υπάρχουν προς κάθε κατεύθυνση. Εμείς τις παρουσιάζουμε, εσείς κρίνετε…
Η ιστορία του θαύματος
Οι μαρτυρίες που θέλουν «κάτι να συμβαίνει» είναι πολλές, από αρχαίες διηγήσεις μέχρι και σύγχρονες αναφορές, που συνοδεύονται πλέον και από φωτογραφικό υλικό. Αν και το φαινόμενο λαμβάνει χώρα ενόσω ο πατριάρχης είναι μόνος, δεν είναι λίγες οι φορές που οι παρευρισκόμενοι αναφέρουν τη θέαση απόκοσμου «γαλαζωπού φωτός» ή έντονων λάμψεων που κινούνται από σημείο σε σημείο.
Και από θεολογική ωστόσο άποψη το Άγιο Φως δεν είναι λιγότερο αινιγματικό. Το φαινόμενο δεν προβλέπεται από κάποια προφητεία, καθώς η ίδια η ιδέα του θαύματος είναι συνδεδεμένη με τη δόξα του Θεού.
Οι πρώτες αναφορές για την τελετή ανάγονται στον 2ο αιώνα μ.Χ. και μιλούν για μια απλή συμβολική αναπαράσταση θεολογικού χαρακτήρα. Περί τον 9ο αιώνα ωστόσο γενικεύτηκε η πρακτική με τους πιστούς να επισκέπτονται τους Αγίους Τόπους για να προσκυνήσουν τα εδάφη όπου έδρασε ο Ιησούς Χριστός.
Οι καταγεγραμμένες αναφορές σχετικά με τη βίωση του θαύματος του Αγίου Φωτός της Ιερουσαλήμ είναι πολυάριθμες ανά τους αιώνες, δεν είναι τυχαίο ωστόσο ότι γύρω στον 9ο αιώνα αρχίζει να παρουσιάζεται από προσκυνητές το εν λόγω φως ως θαύμα, ως θεόπεμπτο δώρο που «κατέρχεται ουρανόθεν στον Άγιο Τάφο».
Μια από τις πρώτες μαρτυρίες που αποδίδουν υπερφυσικό χαρακτήρα στην αφή του Αγίου Φωτός ήταν αυτή του γάλλου καθολικού ιεραποστόλου Βερνάρδου (Bernardus Monachus), ο οποίος κατά τη διάρκεια προσκυνηματικού ταξιδιού του στους Αγίους Τόπους (865-870 μ.Χ.) αποδίδει τη μετάδοση του φωτός στον πατριάρχη σε άγγελο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η καταγραφή του γεγονότος από τον Foucher της Σαρτρ (1059-1127), τον περίφημο γάλλο ιερέα και χρονικογράφο της Πρώτης Σταυροφορίας, έναν από τους πλέον αξιόπιστους μάρτυρες των ιστορικών γεγονότων της εποχής.
Όταν η Ιερουσαλήμ περνά βέβαια στα χέρια των μουσουλμάνων Σαρακηνών, οι προσκυνητές σταματούν να την επισκέπτονται, με τον αυτοκράτορα της Δύσης -με άδεια του Καλιφά, βασιλιά των Σαρακηνών- να «στολίζει» την πόλη με μοναστήρια και εκκλησίες για να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον.
Ιερείς και τυχοδιώκτες καταφτάνουν στην Ιερουσαλήμ, καθώς η υπόθεση άρχισε να μυρίζει χρυσάφι. Ο Αδαμάντιος Κοραής σημειώνει: «Οι Μοναχοί, ως φρόνιμοι, δεν άργησαν να θεραπεύσωσι την δυστυχίαν, επινοήσαντες στο θαύμα του αγίου φωτός». Το Άγιο Φως μοιάζει εφεύρημα για να δελεαστούν οι πιστοί και να γεμίσουν τα φυλακτήρια των εκκλησιών με τα αργύριά τους. Στις αρχές μάλιστα του 11ου αιώνα, ο σουλτάνος της Αιγύπτου «ακούσας ότι εγίνετο με δόλον των ιερέων θαύμα ετήσιον εις την Ιερουσαλήμ, ωργίσθη τόσον, ώστε και τον Ναόν του Αγίου Τάφου κατέσκαψε, και όλα τα ευρεθέντα εις αυτό πλούτη μετέφερεν εις το βασιλικόν του θυσαυρόν».
Και βέβαια εκείνη η εποχή θα κατέληγε στην Πρώτη Σταυροφορία (1096 ως το 1099 ), με την Ιερουσαλήμ να πέφτει πια στα χέρια των δυτικών Σταυροφόρων, στην προσπάθεια να απελευθερωθούν οι Άγιοι Τόποι από τον αραβικό ζυγό. Αιχμή του δόρατος για να συγκεντρωθεί στρατός για την Πρώτη Σταυροφορία γίνεται μάλιστα το θαύμα του Αγίου Φωτός, με τη συμβολική της τελετής να μετατρέπεται σε πραγματικό γεγονός. Φαίνεται ότι το «θαύμα» εξυπηρετούσε πολλαπλούς σκοπούς και ήταν όλοι ικανοποιημένοι από την ετήσια ύπαρξή του.
Εξαιρέσεις φυσικά και υπήρξαν, με την πλέον αξιοσημείωτη να είναι αυτή του πάπα Γρηγορίου Η’ (1227-1241), που αποκήρυξε το Άγιο Φως ως απάτη και του πατριάρχη Ιεροσολύμων Εφραίμ Β’ (1766-1771), ο οποίος έφτασε στο σημείο να καταργήσει την τελετή του Αγίου Φωτός ως «χειροποίητον μηχανουργίαν»…
Γιατί μόνο ορθόδοξος;
Η ιστορία του Αγίου Φωτός έχει μια μακρά ορθόδοξη παράδοση. Ήταν ο άραβας αλ Ρασίντ που παρέδωσε τα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων στους χριστιανούς την εποχή του Καρλομάγνου (768-814 μ.Χ.), με τον θάνατο βέβαια του χαλίφη, το 889 μ.Χ., να φέρνει ανάκληση των ιερατικών προνομίων.
Λίγο αργότερα, το 1118 μ.Χ., ο κατακτητής της Ιερουσαλήμ Σαλάχ Ελ Ντιν παραχωρεί τα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων στους ορθόδοξους μοναχούς, ορίζοντας ότι «ο πατριάρχης των Ελλήνων θα είναι ο κύριος του Καμαρέ (ναού του Παναγίου Τάφου) και αυτός θα παίρνει από τον τάφο του Ικάς το Άγιον Φως για να το μοιράζει στους Ναζωραίους (χριστιανούς)».
Η «δικαιοδοσία» του Αγίου Φωτός περνά λοιπόν στους ορθοδόξους, με τον ιστορικό Κυριάκο Σιμόπουλο να την αποκαλεί «χρυσοτόκο τελετή». Οι Άγιοι Τόποι γίνονται δημοφιλείς, με τους περίφημους «χατζήδες» να μεταβαίνουν εκεί αναζητώντας τη σωτηρία της ψυχής, την ίδια στιγμή που η διαχείριση της πίστης γίνεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για πλουτισμό.
Λατίνοι μάλιστα περιηγητές και συγγραφείς καταγγέλλουν τους ορθοδόξους ιερείς ως θεομπαίχτες, με την τελετή να μη χάνει ωστόσο τίποτα από τη λαμπρότητά της. Χαρακτηριστική συνόψιση της «θαυματουργού καθόδου του Αγίου Φωτός» παρέχεται από τον ιησουίτη μοναχό Du Bernart, ο οποίος στέλνει το 1771 υπόμνημα στον καθολικό επίσκοπο της Τουλούζης, σημειώνοντας -αφού αναφερθεί στο ιστορικό της τελετής- πως το Άγιο Φως ήταν «εφεύρεση» των λατίνων βασιλιάδων της Ιερουσαλήμ στα χρόνια των Σταυροφοριών, προσθέτοντας πως η τελετή αξιοποιήθηκε στη συνέχεια από τους ορθόδοξους ιερείς.
Ενδιαφέρον έχει εδώ η άποψη του μεγάλου διαφωτιστή Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος μας πληροφορεί στον τρίτο τόμο των «Ατάκτων» του ότι «οι χριστιανοί Πατέρες δεν αναφέρουν τίποτα μέχρι τον 9ον μ.Χ. αιώνα περί του “αγίου” φωτός», αποκαλώντας ταυτόχρονα τους αγιοταφίτες ιερείς λαοπλάνους, και καταλήγει: «Το ψευδόθαυμα αυτό το πιστεύουν ολίγοι, ίσως τινές δια μωρίαν και άλλοι δι’ αισχροκέρδειαν … Ουδέ ο Χρυσόστομος το επίστευεν ή μάλλον ουδέ το εγνώριζε, διότι, άν εις τον καιρόν του εθαυματουργείτο το άγιον φώς, πώς ήτο δυνατόν να λέγη ότι δέν εγίνοντο πλέον θαύματα;»…
Τελετή του Αγίου Φωτός
Τόνοι μελανιού έχουν χυθεί στην προσπάθεια επίρρωσης ή ακύρωσης του θαυματουργού χαρακτήρα της αφής του Αγίου Φωτός. Το τελετουργικό του μέρους είναι λίγο-πολύ γνωστό: στις 10 το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου γίνεται εξονυχιστικός έλεγχος στον Πανάγιο Τάφο, για να εξακριβωθεί ότι δεν υπάρχει μέσα στον ναό κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει φωτιά, και αμέσως μετά τον σφραγίζουν με το μελισσοκέρι που είχε ετοιμαστεί το πρωί.
Το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου, ο ορθόδοξος πατριάρχης με τη συνοδεία του -αρχιερείς, ιερείς και διακόνους-, αλλά και τον αρμένιο πατριάρχη, μπαίνει στον Ιερό Ναό της Αναστάσεως και αμέσως μετά αρχίζει η Ιερή Λιτανεία. Μετά τη λιτανεία, αποσφραγίζεται ο Πανάγιος Τάφος και ο πατριάρχης βγάζει την αρχιερατική στολή του και μένει μόνο με το λευκό στιχάριο. Κατόπιν ο πατριάρχης Ιεροσολύμων λαμβάνει τους σβηστούς πυρσούς και εισέρχεται στο Ιερό Κουβούκλιο. Όλα τα καντήλια είναι σβηστά και τίποτα δεν είναι αναμμένο στον Ιερό Ναό, με τον πατριάρχη να λέει την προσευχή και το Άγιο Φως να κατέρχεται.
Τρεις είναι εδώ οι πηγές που μαρτυρούν το αντίθετο και αξίζει να τις παραθέσουμε.
Η πρώτη προέρχεται από κληρικό του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ο οποίος συνομιλώντας με τον εκκλησιαστικό συγγραφέα Στυλιανό Χαραλαμπάκη το 1964, αποκαλύπτει τα εξής:
«Τα περί του λεγομένου θαύματος του αγίου φωτός, δεν είναι δυνατόν να κοινοποιηθούν, λόγω σκανδάλου. Ευχαρίστως όμως, εφ’ όσον μ’ ερωτάτε, θα σας είπω εν περιλήψει πως γίνεται η τελετή και πώς λαμβάνεται το «άγιον» φως. Την Μεγάλην Παρασκευήν και μετά την περιφοράν του επιταφίου πέριξ του Παναγίου Τάφου, ο Πατριάρχης τοποθετεί τον Επιτάφιον επί του Τάφου. Κατόπιν τούτου σβήνουν όλα τα κανδήλια τα εντός και εκτός του Τάφου. Την επομένην, Μέγα Σάββατον, ο Σκευοφύλαξ μεταφέρει κεκαλυμμένην με αργυρούν κάλυμμα, μία ειδικήν κανδήλα αναμμένην, την οποίαν τοποθετεί εντός του Παναγίου Τάφου. Εν συνεχεία ο διοικητής των Ιεροσολύμων σφραγίζει τον Τάφον. Ενώ λοιπόν, πάντα τα φώτα και τα κανδήλια έχουν σβυσθή, η ειδική κανδήλα εντός του Τάφου παραμένει αναμμένη. Την 10ην ώραν και μετά την σχετικήν λιτανείαν πέριξ του Αγίου Τάφου, κατά την οποίαν ψάλουν το λυχνικόν «φως ιλαρόν», ανοίγονται αι πύλαι του Ναού του Παναγίου Τάφου και εισέρχεται ο λαός. Συγχρόνως ανοίγει και η πύλη του Κουβουκλίου εις την οποίαν ευρίσκεται ο Τάφος και εισέρχεται ο Πατριάρχης, αφού προηγουμένως τυπικώς αφαιρεί τα αρχιερατικά του άμφια και μένει μόνον με το στιχάριον. Μετά από μίαν σχετικήν τυπικήν προσευχήν, λαμβάνει το «άγιον» φως, όχι βεβαίως θαυματουργικώς, δια να είμαι ειλικρινής, αλλά ανάπτει τον πυρσόν του από την αναμμένην ειδικήν κανδήλα την οποίαν είχε μεταφέρει προηγουμένως ο Σκευοφύλαξ. Αυτή με λίγα λόγια είναι είναι η διαδικασία περί του «αγίου φωτός».
Η δεύτερη προέρχεται από τον μέγα πρωτοπρεσβύτερο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Γεώργιο Τέτση, η οποία συμφωνεί απόλυτα με την παραπάνω πηγή:
«Υπάρχει, αιώνες τώρα, διάχυτη η πεποίθηση στον ευσεβή μεν, αλλά θεολογικά και λειτουργικά απαίδευτο ορθόδοξο πιστό, που ψάχνει για «θαύματα» προκειμένου να πληρώσει το πνευματικό του κενό, ότι κατά την τελετή αφής το Άγιον Φως κατέρχεται θαυματουργικά «ουρανόθεν» για να ανάψει την λαμπάδα του Πατριάρχου. Όπως όμως αναφέρει ο διαπρεπείς καθηγητής Κωνσταντίνος Καλοκύρης στο περισπούδαστο σύγγραμμά του «Το Αρχιτεκτονικό Συγκρότημα του Ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το Θέμα του Αγίου Φωτός» πρόκειται για έναν θρύλο, ο οποίος καλλιεργήθηκε στους Άγιους Τόπους μετά την εισβολή των σταυροφόρων και μέσα στα πλαίσια της διαμάχης Ορθοδόξων, Λατίνων και Αρμενίων, που ο καθείς διεκδικούσε δι’ εαυτόν το προνόμιο του «λαμβάνειν εξ ουρανού» το ανέσπερο Φως! Η ευχή την οποία αναπέμπει ο Πατριάρχης προ της αφής μέσα στο Ιερό Κουβούκλιο είναι σαφέστατη και δεν επιδέχεται καμιά παρερμηνεία. Ο Πατριάρχης δεν προσεύχεται για την διενέργεια θαύματος. Απλώς «αναμιμνήσκεται» της θυσίας και της τριημέρου Αναστάσεως του Χριστού και απευθυνόμενος σ’ Αυτόν λέγει: «εκ του επί τούτον τον φωτοφόρον σου Τάφον εκκαιομένου φωτός ευλαβώς λαμβάνοντες, διαδίδομεν τοις πεστεύουσιν εις σε το αληθινόν φως, και δεόμεθά σου όπως αναδείξεις αυτό αγιασμού δώρον…». Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ο Πατριάρχης ανάβει την λαμπάδα του από την ακοίμητη κανδήλα που βρίσκεται πάνω στον Πανάγιο Τάφο. Όπως ακριβώς πράττει ο κάθε Πατριάρχης και ο κάθε κληρικός την ημέρα της Λαμπρής, όταν παίρνει Φως Χριστού από την ακοίμητη κανδήλα που βρίσκεται υπεράνω της συμβολίζουσας τον Τάφο του Κυρίου Αγίας Τράπεζας. Το μυστήριο όμως που καλλιεργήθηκε γύρω από το τελετουργικό της αφής του Αγίου Φωτός και οι λαϊκές περί αυτού αντιλήψεις στις μέρες μας συνετέλεσαν στην οικειοποίηση και εκμετάλλευση από έξω εκκλησιαστικούς κύκλους της άκρως συμβολικής και κατανυκτικής αυτής λειτουργικής πράξεως της Εκκλησίας μας. Ο λόγος για την διαπόμπευση του Αγίου Φωτός με την οργανωμένη αεροπορική μεταφορά του στον ελλαδικό χώρο, συνοδεία κυβερνητικών παραγόντων, τιμητικών αγημάτων, ευζώνων και προσκόπων (και φυσικά τηλεοπτικών συνεργείων!), προκειμένου όπως ο νεοέλληνας γιορτάσει «αυθεντικό ελληνικό Πάσχα». Ωσάν οι πρόγονοί μας να μη γιόρταζαν Ανάσταση Χριστού προτού εφευρεθεί το αεροπλάνο! Ή ωσάν οι ανά τα πέρατα της οικουμένης Ορθόδοξοι να μην εορτάζουν Πάσχα Κυρίου, μια και η Ολυμπιακή δεν «πετά» ως τις χώρες τους!
Επέστη όμως καιρός να τερματισθεί ο διασυρμός των Θείων. Είναι δε σόλοικο και αποτελεί και αποτελεί ασέβεια το να αποδίδει κανείς «τιμές Αρχηγού Κράτους» στο Άγιον Φως, το οποίο προέρχεται από τον τάφο εκείνου που δήλωσε ότι «η Βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου»
Και, τέλος, η τρίτη (που αναφέρθηκε πριν) είναι η ομολογία του πατριάρχη Ιεροσολύμων Εφραίμ Β’ (1766-1771), ο οποίος είδε το Άγιο Φως ως ανθρώπινο δημιούργημα: