Σε πρόστιμο 50.000 ευρώ και εξάμηνη φυλάκιση με αναστολή καταδικάστηκε ο διευθυντής της εταιρείας Draap, επειδή τα έτη 2007-9 διέθετε στη Γαλλία κρέας αλόγου, παρουσιάζοντάς το σαν βοδινό χαλάλ.
«Επί δύο χρόνια, ο ύποπτος εισήγαγε κρέας αλόγου από τη Βραζιλία και το Μεξικό και το πουλούσε ως βοδινό προερχόμενο από ζώα που είχαν σφαγιαστεί με το τελετουργικό χαλάλ», αναφέρει στην απόφασή του το Εφετείο του Ντεν Μπος της Ολλανδίας, σημειώνοντας ότι το προϊόν πωλήθηκε σε γάλλους προμηθευτές.
Ο Γιαν Φάσεν, 63 ετών, είχε καταδικαστεί στις 18 Ιανουαρίου 2012 σε φυλάκιση ενός έτους για παραποίηση ετικέτας. Η εισαγγελία είχε εφεσιβάλει την απόφαση, ελπίζοντας ότι σε δεύτερο βαθμό θα πετύχαινε να επιβληθεί μεγαλύτερη ποινή στον επιχειρηματία. Οι δικαστές όμως έκριναν ότι δεν αποδείχτηκε ότι ο Φάσεν αποκόμισε κάποιο όφελος από την πώληση του αλογίσιου κρέατος ως βοδινού χαλάλ και ότι δεν υπήρξε κίνδυνος για τη δημόσια υγεία. Υπογράμμισαν επίσης ότι ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε το σφάλμα του.
Ο Φάσεν είναι διευθυντής της εταιρείας Draap, η έδρα της οποίας βρίσκεται στην Κύπρο. Πολλά βρετανικά και ολλανδικά μέσα ενημέρωσης στα ρεπορτάζ τους υποστήριζαν ότι η συγκεκριμένη εταιρεία βρίσκεται στο επίκεντρο του πρόσφατου σκανδάλου με την πώληση κρέατος αλόγου σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Η Draap -αναγραμματισμός της λέξης «paard» που στα ολλανδικά σημαίνει «άλογο»- αποτελεί αντικείμενο έρευνας των ολλανδικών αρχών για την υπόθεση αυτή.
Η σημερινή καταδίκη του Φάσεν αφορούσε μια παλαιότερη, παρόμοια υπόθεση, που χρονολογείτο από την περίοδο 2007-’09.
Στα μέσα Απριλίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι, με βάση τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων που έγιναν σε ευρωπαϊκές χώρες, το 4,66% των προϊόντων που πωλούνταν ως μοσχαρίσιο κρέας περιείχαν DNA αλόγου.