Όταν οι οικονομολόγοι συζητούν τη δημοσιονομική προσαρμογή, διατυπώνουν συνήθως το θέμα με τρόπο αφηρημένο και περίπλοκο.
Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα είναι απλό: ποιος θα υποστεί τις συνέπειες της μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος; Είτε οι φόροι πρέπει να αυξηθούν για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, είτε οι δαπάνες να μειωθούν – είτε και τα δύο. Η λιτότητα αφορά πάντα την ανακατανομή των εισοδημάτων.
Ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης γνωρίζει φυσικά καλά αυτό το θέμα. Τώρα είναι η σειρά της Αμερικής. Κι εκεί, οι διαθέσιμες πληροφορίες λένε ότι αυτοί που θα πληγούν περισσότερο από τις περικοπές είναι εκείνοι που έχουν τις μικρότερες δυνατότητες να αμυνθούν: τα σχετικά φτωχά παιδιά. Κάπου 70.000 παιδιά κινδυνεύουν να χάσουν την πρόσβασή τους στο Head Start, ένα πρόγραμμα που υποστηρίζει την προσχολική εκπαίδευση, αν συνεχιστούν οι σημερινές «αυτόματες» περικοπές.
Οι περικοπές αυτές είναι μόνο οι πρώτες. Θα ακολουθήσουν κι άλλες στα προγράμματα διατροφής και περίθαλψης.
Οι πιο δραστικές μέχρι σήμερα είναι χωρίς αμφιβολία αυτές που επιβλήθηκαν στο πρόγραμμα Medicaid, οι μισοί από τους δικαιούχους του οποίου είναι παιδιά.
Είναι σωστό να υποχρεώνονται τα παιδιά φτωχών οικογενειών να υποστούν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής;
Σύμφωνα με στοιχεία που έχει συγκεντρώσει ο οικονομολόγος Εμάνιελ Σάεζ, το μέσο πραγματικό εισόδημα του 99% πιο φτωχού μέρους του πληθυσμού αυξήθηκε από το 1993 ως το 2011 κατά 5,8%, ενώ το εισόδημα του πιο πλούσιου 1% κατά 57,5%.
Η διαφορά αυτή οφείλεται σε ένα βαθμό στη μεγάλη αύξηση της απόδοσης της ανώτερης εκπαίδευσης κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Όσοι δεν έχουν παρά ένα δίπλωμα μέσης εκπαίδευσης, ή ούτε αυτό, έχουν χειρότερες προοπτικές εισοδηματικής ανέλιξης.
Τις τελευταίες δεκαετίες, ορισμένες οικογένειες διάλεξαν μια απασχόληση και έναν τρόπο ζωής που έμοιαζε να τους προσφέρουν ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο – και καλές προοπτικές για τα παιδιά τους. Πολλές από τις αποφάσεις αυτές, όμως, δεν πήγαν καλά, καθώς οι τεχνολογίες της πληροφορικής (οι υπολογιστές και η χρήση τους) κατάργησαν πολλά επαγγέλματα της μεσαίας τάξης.
Δεν βοήθησε ούτε η αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση των ανταλλαγών. Κι όπως απέδειξε ο Τιλ φον Βάχτερ από το πανεπιστήμιο Κολούμπια, οι μεγάλες περίοδοι ανεργίας των γονέων είχαν αρνητικά αποτελέσματα στα παιδιά τους.
Τα παιδιά που οι οικογένειές τους δεν μπορούν να τους προσφέρουν μια καλή αφετηρία για τη ζωή τους πρέπει να βοηθηθούν, σημειώνει ο Σάιμον Τζόνσον, καθηγητής στο Sloan School of Management του ΜΙΤ. Η Αμερική όμως δεν έχει προβλέψει κάτι τέτοιο, όπως αναγνώρισε πρόσφατα ο Τζεμπ Μπους, πιθανός υποψήφιος για την προεδρία στις επόμενες εκλογές.
«Στη χώρα μας», είπε σε μια ομιλία που εκφώνησε ενώπιον συντηρητικών συναδέλφων του, «αν έχεις γεννηθεί φτωχός, αν οι γονείς σου δεν πήγαν στο πανεπιστήμιο, αν δεν έχεις γνωρίσει τον πατέρα σου ή αν δεν μιλούν αγγλικά στο σπίτι σου, οι προοπτικές για τη ζωή σου είναι ζοφερές».
Επιπλέον, είναι απίθανο να μπορέσει η χώρα να προσφέρει παρόμοια βοήθεια στο μέλλον, αν λάβει κανείς υπόψη τις δυσανάλογες επιπτώσεις που θα έχουν οι προβλεπόμενες περικοπές στα πιο φτωχά παιδιά.