Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο δήλωσε χθες Τετάρτη ότι το Καράκας απέτρεψε σχέδιο της αντιπολίτευσης για τη διάπραξη στρατιωτικού πραξικοπήματος, που προέβλεπε τη δολοφονία του ιδίου και άλλων πολιτικών ηγετών και την εγκατάσταση στην προεδρία ενός ατιμασμένου και φυλακισμένου πρώην επικεφαλής του στρατού.
«Αποκαλύψαμε, εξαρθρώσαμε και συλλάβαμε μια ομάδα φασιστών τρομοκρατών που απεργάζονταν πραξικόπημα εναντίον της κοινωνίας και της δημοκρατίας της Βενεζουέλας», τόνισε ο Μαδούρο σε διάγγελμά του το απόγευμα της Τετάρτης.
Κατά τον σοσιαλιστή πρόεδρο της χώρας σε κρίση, το σχέδιο προέβλεπε μεταξύ άλλων να γίνει επίθεση εναντίον του αρχηγείου της υπηρεσίας πληροφοριών SEBIN, με σκοπό να απελευθερωθεί ο στρατηγός Ραούλ Μπαδουέλ, πρώην υπουργός Άμυνας που συνελήφθη το 2009 και κατηγορήθηκε για διαφθορά, αφού ήρθε σε ρήξη με το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Ο Μαδούρο είπε ότι στο σχέδιο ενέχονται ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Χουάν Γκουαϊδό, καθώς και οι πολιτικές ηγεσίες της Χιλής, της Κολομβίας και των ΗΠΑ.
Ο Γκουαϊδό απέρριψε τις κυβερνητικές ανακοινώσεις περί απόπειρας πραξικοπήματος, κάνοντας λόγο για «ψέματα» που επαναλαμβάνονται «για νιοστή φορά», και επανέλαβε την έκκλησή του προς τις ένοπλες δυνάμεις να αλλάξουν στάση, να εξεγερθούν και να απομακρύνουν τον Μαδούρο από την εξουσία.
Ο ηγέτης της αντιπολίτευσης, ο οποίος την 23η Ιανουαρίου αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της χώρας κι έχει αναγνωριστεί έκτοτε ως νόμιμος αρχηγός του κράτους από δεκάδες κυβερνήσεις, με πρώτη αυτή των ΗΠΑ, κάλεσε στα τέλη Απριλίου τις ένοπλες δυνάμεις να στασιάσουν και να ανατρέψουν τον Μαδούρο, αλλά ο στρατός παρέμεινε στην πλειονότητά του πιστός στον πρόεδρο, που επανεξελέγη πέρυσι σε μια εκλογική διαδικασία από την οποία ουσιαστικά η αντιπολίτευση απείχε.
Νωρίτερα, ο υπουργός Επικοινωνίας της Βενεζουέλας Χόρχε Ροδρίγκες ανακοίνωσε ότι στο νέο σχέδιο συμμετείχαν στρατιωτικοί εν ενεργεία και εν αποστρατεία κι ένας πρώην επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών. Διευκρίνισε πως το πραξικόπημα προβλεπόταν να γίνει μεταξύ Κυριακής και Δευτέρας.
«Παρακολουθήσαμε όλες τις συναντήσεις για τον σχεδιασμό του πραξικοπήματος», υποστήριξε ο Ροδρίγκες, σύμφωνα με τον οποίο πράκτορες της κυβέρνησης είχαν διεισδύσει στην ομάδα που προετοίμαζε την ανατροπή του Μαδούρο και την αντικατάστασή του από τον στρατηγό Μπαδουέλ.
Ο υπουργός, αφού ανακοίνωσε τη σύλληψη τουλάχιστον έξι στρατιωτικών, κατηγόρησε τον Γκουαϊδό ότι συμμετείχε άμεσα στην προετοιμασία του πραξικοπήματος και επιδίωκε «λουτρό αίματος». Ενέπλεξε επίσης τους προέδρους της Κολομβίας και της Χιλής —Ιβάν Ντούκε και Σεμπαστιάν Πινιέρα αντίστοιχα— και τον σύμβουλο εθνικής ασφαλείας της προεδρίας των ΗΠΑ, τον Τζον Μπόλτον.
Κατά τον Ροδρίγκες, ο πρώην αρχηγός της υπηρεσίας πληροφοριών, ο στρατηγός Κρίστοφερ Φιγκέρα, που κατέφυγε στην Κολομβία μετά την αποτυχημένη προσπάθεια ξεσηκωμού εναντίον του Μαδούρο την 30ή Απριλίου και τη Δευτέρα έφθασε στις ΗΠΑ, συγκέντρωσε «εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια» για να χρηματοδοτηθεί το πραξικόπημα.
Αντιδρώντας εμμέσως, ο υπουργός Εξωτερικών της Κολομβίας Κάρλος Χολμς Τρουχίγιο —χωρίς ποτέ να αναφερθεί άμεσα στις καταγγελίες του Ροδρίγκες— είπε πως η χώρα του θα «συνεχίσει να δρα με πολιτικά και διπλωματικά μέσα» για την αντιμετώπιση της κρίσης στη Βενεζουέλα, κατά τη διάρκεια συνόδου του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών στη Μεδεγίν.
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα The Washington Post, ο στρατηγός Φιγκέρα διαβεβαίωσε πως ο Μαδούρο μπορεί να πέσει, κατηγόρησε τον πρόεδρο και αξιωματούχους για διαφθορά, ενώ έκρινε πως παρότι η κυβέρνηση ελέγχει ακόμα την κατάσταση, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν γρήγορα.
Ο Μαδούρο χαρακτηρίζει τον στρατηγό Φιγκέρα «τυφλοπόντικα της CIA». Διεμήνυσε ότι η κυβέρνησή του θα φανεί «αδυσώπητη» έναντι αυτών που αποπειράθηκαν να κάνουν πραξικόπημα.
Πέντε μήνες μετά την για πολλούς απρόσμενη εμφάνιση στο επίκεντρο των εξελίξεων στη Βενεζουέλα του Χουάν Γκουαϊδό, του προέδρου της Εθνοσυνέλευσης που ευαγγελιζόταν ότι θα έβαζε γρήγορα τέλος στην διακυβέρνηση των σοσιαλιστών του Μαδούρο, η πολιτική και οικονομική κρίση συνεχίζεται. Μετά την απόπειρα ξεσηκωμού, οι δύο πλευρές δοκίμασαν να διεξαγάγουν διάλογο με τη μεσολάβηση της Νορβηγίας, χωρίς να διαπιστωθεί καμιά πρόοδος.