Πρόγραμμα επαναγοράς όπλων αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων και διάρκειας έξι μηνών, με στόχο να απαλλαγεί η χώρα από τα ημιαυτόματα όπλα που απαγορεύθηκαν μετά το μακελειό της 15ης Μαρτίου σε δύο τεμένη στο Κράιστσερτς, ξεκινά σήμερα η Νέα Ζηλανδία.
Λίγες ώρες μετά το μακελειό αυτό που κόστισε τη ζωή σε 51 μουσουλμάνους η πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας Τζασίντα Άρντερν ανακοίνωσε την αυστηροποίηση της νομοθεσίας για την οπλοκατοχή.
«Το πρόγραμμα επαναγοράς και αμνηστίας έχει ένα στόχο: να βγουν από την κυκλοφορία τα πιο επικίνδυνα όπλα μετά την απώλεια ανθρώπινων ζωών στα τεμένη αλ Νουρ και Λίνγουντ», δήλωσε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Στιούαρτ Νας.
Ο ακροδεξιός Αυστραλός Μπρέντον Τάραντ, δράστης του μακελειού, χρησιμοποίησε πέντε όπλα, περιλαμβανομένων δύο ημιαυτόματων όπλων στρατιωτικού τύπου. Αμέσως μετά το μακελειό, το χειρότερο στην ιστορία της χώρας, το κοινοβούλιο της Νέας Ζηλανδίας αυστηροποίησε την νομοθεσία για την οπλοκατοχή.
Οι κάτοχοι άδειας οπλοφορίας έχουν στη διάθεσή τους έξι μήνες, ως τις 20 Δεκεμβρίου, για να παραδώσουν όσα όπλα διαθέτουν και είναι πλέον παράνομα. Μετά το χρονικό αυτό περιθώριο η κατοχή παράνομων όπλων θα τιμωρείται με πέντε χρόνια φυλάκιση.
Η αποζημίωση που θα λαμβάνουν οι κάτοχοι των όπλων θα εξαρτάται από το μοντέλο και την κατάσταση του κάθε όπλου, ενώ το συνολικό κόστος του προγράμματος εκτιμάται στα 218 εκατομμύρια δολάρια Νέας Ζηλανδίας (127 εκ. ευρώ). Πριν την ανακοίνωση του προγράμματος είχαν παραδοθεί στην αστυνομία σχεδόν 700 όπλα, ενώ σχεδόν 5.000 είχαν δηλωθεί στην αστυνομία από τους ιδιοκτήτες τους.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αστυνομίας, στη Νέα Ζηλανδία υπάρχουν 14.300 ημιαυτόματα όπλα στρατιωτικού τύπου, ενώ συνολικά κυκλοφορούν στη χώρα 1,2 εκατομμύριο όπλα, τα περισσότερα από τα οποία εξακολουθούν να είναι νόμιμα ακόμη και μετά την υιοθέτηση της νέας νομοθεσίας.