Σε μια περίοδο που οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δοκιμάζονται για μία ακόμα φορά και με δεδομένο πως η Άγκυρα έχει εκφράσει πέρα από κάθε αμφιβολία τον αναθεωρητισμό της ως προς τις Συνθήκες που διέπουν την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή, ζητήσαμε από την Ελίφ Ερσέν αρχισυντάκτρια και Διευθύντρια του Κέντρου Πολιτικών Μελετών της Daily Sabah να μας δώσει την δημοσιογραφική ματιά για τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις από την απέναντι όχθη του Αιγαίου
Η Daily Sabah είναι η αγγλόφωνη έκδοση της μιας εκ των δύο μεγαλύτερων εφημερίδων της Τουρκίας, της Sabah. Η άλλη είναι η Hurriyet.
Αξίζει να επισημάνθεί πως η κα Ερσέν στις αναφορές της στην Κωνσταντινούπολη την αποκαλεί Ιστανμπουλ και η ελληνική της ονομασία είναι από την απόδοση του κειμένου από το news.gr. Η Τουρκάλα δημοσιογράφος αναφέρεται στην βραχονησίδα Ίμια και με τις δύο ονομασίες και με την Ελληνική και με την Τουρκική.
Ανέφερε λοιπόν η Ελίφ Ερσέν τα εξής:
«Το ερώτημα ποια κουζίνα έχει τα δικαιώματα για τον υπέροχο μπακλαβά ή το γευστικό πιάτο του μουσακά δεν είναι το «μόνο» θέμα της αιώνιας τουρκοελληνικής αντιπαλότητας που κλιμακώθηκε κατά διαστήματα φέρνοντας τους δύο γείτονες στα πρόθυρα του πολέμου στον 20ο αιώνα.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες Τούρκοι και Έλληνες πολιτικοί, έχουν επιδείξει την θέληση για την βελτίωση των διμερών σχέσεων με μηχανισμούς συνεργασίας και αμοιβαίες επισκέψεις αφότου οι σχέσεις έφτασαν στο ναδίρ κατά την διάρκεια της κρίσης του 1996 στις βραχονησίδες Ίμια/Καρντάκ και της πολιτικής στήριξης στον ηγέτη του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 90 μέχρι την σύλληψή του στην Ελληνική Πρεσβεία στο Ναϊρόμπι της Κένυα.
Από ιστορικής σκοπιάς, Τουρκία και Ελλάδα ήταν οι πρώτες χώρες που συμπεριελήφθησαν στο Δόγμα Τρούμα του 1947, μια αμερικανική εξωτερική πολιτική που εφαρμόστηκε για να παράσχει οικονομική και στρατιωτική στήριξη στα δύο έθνη προκειμένου να αντιμετωπιστεί η Σοβιετική επιρροή.
Μόλις τρία χρόνια μετά την ίδρυσή του οι δύο γειτονικές χώρες εντάχθηκαν ταυτόχρονα στο ΝΑΤΟ το 1952.
Αυτές οι παράλληλες κινήσεις διαμόρφωσαν την ενσωμάτωση των δύο γειτόνων στο Δυτικό μπλοκ σε μια εποχή επηρεασμένη από την πολιτική του Ψυχρού Πολέμου.
Το θέμα της Κύπρου ωστόσο πυροδότησε τις εντάσεις μεταξύ των δύο γειτόνων από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘50.
Ο διαχωρισμός του νησιού και τα δικαιώματα της τουρκικής κοινότητας εξακολουθούν να είναι μια πληγή για τα δύο έθνη εγγυητές για το νησί.
Η στήριξη της Ελλάδας στις μονομερείς πράξεις των Ελληνοκυπρίων στο νησί συμπεριλαμβανομένου του μεριδίου των πηγών υδρογονανθράκων και η χορήγηση αδειών σε εταιρείες από τρίτες χώρες στην θάλασσα γύρω από το νησί κρίθηκε απαράδεκτη από την Τουρκία.
Δυστυχώς τα δύο μέρη έχουν αποτύχει να ξεκινήσουν ένα δίαυλο διαλόγου για την επίλυση πολιτικών διαφορών και της διαμάχης για το μοίρασμα των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Βήματα προς πολιτικές γειτονίας
Μετά τις δεκαετίες του 1950 και του 1970, οι τουρκοελληνικές σχέσεις πέρασαν μια δύσκολη δοκιμασία κατά την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα όταν οι δύο χώρες του ΝΑΤΟ απείλησαν η μία την άλλη με την έναρξη πολέμου.
Όταν Ελληνικές Ειδικές Δυνάμει αποβιβάστηκαν στην ανατολική Ίμια/Καρντάκ και ύψωσαν ξανά μια ελληνική σημαία στις 28 Ιανουαρίου 1996, οι τουρκικές Αρχές αντέδρασαν στέλνοντας κομάντος της SAT να βάλουν μια τουρκική σημαία στην δυτική νησίδα.
Η ένταση αργότερα μετριάστηκε καθώς τα δύο έθνη δεν προχώρησαν περισσότερο όταν τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον έπεισε τους Τούρκους και τους Έλληνες ηγέτες να «μην πάνε σε πόλεμο για τους βράχους στους οποίους κατοικούσαν κυρίως 20 πρόβατα».
Το 1992 Έλληνες βουλευτές και υπουργοί επισκέφτηκαν τον ηγέτη του PKK Οτσαλάν στο στρατόπεδο παραστρατιωτικής εκπαίδευσης στην κοιλάδα Μπεκάα και αναμείχθηκαν αξιωματικοί των υπηρεσιών πληροφοριών και πολιτικών στην μεταφορά του Οτσαλάν στην πρεσβεία της Αθήνας στο Ναϊρόμπι, όπου συνελήφθη από επιχείρηση των τουρκικών υπηρεσιών και μεταφέρθηκε στην Τουρκία το 1999.
Το 1999 οι Τουρκοελληνικές σχέσεις ξεκίνησαν να ακολουθούν μια διαφορετική πορεία σε αντίθεση με εκείνη της πολιτικής σύγκρουσης των προηγούμενων δεκαετιών.
Τα δύο έθνη χτυπήθηκαν από τεράστιους και καταστρεπτικούς σεισμούς.
Όταν ένας πολύ μεγάλος σεισμός χτύπησε την περιοχή του Μαρμαρά της Τουρκίας τον Αύγουστο του 1999 η Ελλάδα ήταν η πρώτη ξένη χώρα που προσέφερε βοήθεια και μέσα σε μια περίοδο μικρότερη του ενός μήνα, η Αθήνα ταρακουνήθηκε από έναν καταστρεπτικό σεισμό. Η Τουρκία παρείχε βοήθεια στον γείτονά της
Η αμοιβαία βοήθεια των δύο γειτόνων σε περίοδο ανάγκης αργότερα αποκαλέστηκε «διπλωματία των σεισμών» ως ένα σημάδι της ανάπτυξης των ανθρωπιστικών σχέσεων μεταξύ των δύο εθνών.
Το 2005 ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογαν, που τότε ήταν πρωθυπουργός, και ο Έλληνας πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής συναντήθηκαν στην γέφυρα του Έβρου με αφορμή την θεμελίωση ενός κόμβου φυσικού αερίου που ξεκίνησε να λειτουργεί το 2007.
Οι τουρκοελληνικές σχέσεις βίωσαν περαιτέρω βελτίωση όταν το 2010 ένα Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας σχηματίστηκε προκειμένου να ασχοληθεί με διάφορα θέματα θεσμικού επιπέδου και μέσα από το οποίο υπεγράφησαν 21 συμφωνίες.
Τέσσερα Ανώτατα Συμβούλια Συνεργασίας έχουν γίνει καθώς οι αμοιβαίες ανωτάτου επιπέδου συναντήσεις εντάθηκαν κατά την διάρκεια των ετών.
Η ελπίδα της αξιοποίησης των ανθηρών πολιτικών και οικονομικών δεσμών επλήγησαν για μια ακόμη φορά όταν οι Ελληνικές Αρχές αποφάσισαν να μην απελευθερώσουν και εκδώσουν τους στρατιώτες που συμμετείχαν στην απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, που διαπράχθηκε από την τρομοκρατική οργάνωση γκιουλενιστών (FETO).
Από όταν οι συνδεόμενοι με την FETO, πραξικοπηματίες έλαβαν καταφύγιο στην Ελλάδα αμέσως μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, η Τουρκία απαιτεί την έκδοσή τους και καλεί την Ελληνική κυβέρνηση να σταματήσει την στήριξη για όλες και κάθε μία ξεχωριστά τις τρομοκρατικές ομάδες που απειλούν την τουρκική εθνική ασφάλεια.
Αλλά οι εκκλήσεις για στήριξη και συνεργασία ενάντια στην τρομοκρατία δεν απαντήθηκαν όταν ένα ελληνικό δικαστήριο στις 15 Μαΐου αθώωσε 9 υπόπτους που συνδέονταν με το ακροαριστερό DHKP-C. Μια οργάνωση υπεύθυνη για πολλές τρομοκρατικές ενέργειες στην Τουρκία.
Ως ένδειξη των προσπαθειών συνεργασίας της τουρκικής κυβέρνηση ο πρόεδρος Ερντογάν αυτοπροσώπως έγινε ο πρώτος ηγέτης του κράτους που επισκέφτηκε την Ελλάδα από το 1952, όταν πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα και την Κομοτηνή τον Δεκέμβριο του 2017
Ο τελευταίος γύρος επισκέψεων έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο φέτος όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός επισκέφτηκε την Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη με την επίσκεψη αυτή να χαρακτηρίζεται από την επίσκεψη Τσίπρα σε ιστορικά σημεία με κυριότερο την Σχολή της Χάλκης που είναι κλειστή από το 1971.
Η τροχιά των τελευταίων δύο δεκαετιών καταδεικνύει πως Τουρκία και Ελλάδα έχουν την απαραίτητη πολιτική βούληση να υπερβούν τα υπάρχοντα θέματα συγκρούσεων ή εντάσεων.
Οι παγιωμένοι πολιτιστικοί δεσμοί, η κοινή ιστορία και κληρονομιά είναι και θα πρέπει να αποτελέσουν τον καταλύτη της επαναπροσέγγισης μεταξύ των δύο γειτόνων στις δύο ακτές του Αιγαίου.
Όσο δύσκολο και αν είναι να αποφασίσει κανείς ως προς το εάν ο μπακλαβάς είναι τουρκικό ή ελληνικό γλυκό, υπάρχει χώρος για τα δύο έθνη να συζητήσουν για την πολιτική, οικονομική και πολιτιστική συνεργασία είτε πρόκειται για το Αιγαίο και την Μεσόγειο, την Κύπρο ή την μεταφορά αερίου στην Ευρώπη ή για την εκλογή θρησκευτικών ηγετών στις μουσουλμανικές και χριστιανικές κοινότητες των δύο χωρών».