Συνεχίζονται οι ζυμώσεις και οι αναλύσεις για το πολιτικό μέλλον της Ιταλίας και την καταλληλότερη οδό που μπορεί να επιλεγεί για να βγει η χώρα από την κρίση. Σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές τρεις είναι, μέχρι αυτή την στιγμή, οι πιθανότερες και πιο ρεαλιστικές εναλλακτικές λύσεις.
Η πρώτη αφορά την προσπάθεια του κεντροαριστερού ηγέτη Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι να σχηματίσει κυβέρνηση με την «έξωθεν υποστήριξη» του Κινήματος Πέντε Αστέρων (M5S) του Μπέπε Γκρίλο. Ο Μπερσάνι δεσμεύεται να προχωρήσει στην καταπολέμηση της ανεργίας και της διαφθοράς – κύρια αιτήματα του M5S.
Από την άλλη όμως, όσον αφορά στην κατάργηση της κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων, ο κεντροαριστερός υποψήφιος πρωθυπουργός δεν μοιάζει έτοιμος να υποστηρίξει την πλήρη κατάργησή της. «Αν συναινούσαμε σε ένα τέτοιο μέτρο, θα λέγαμε ουσιαστικά ότι πολιτική μπορούν να κάνουν μόνον οι δισεκατομμυριούχοι», υπογράμμισε χθες ο Μπερσάνι.
Μέχρι αυτή την στιγμή το κίνημα του Γκρίλο εμμένει στην θέση ότι «δεν πρόκειται να δώσει σε καμία περίπτωση ψήφο εμπιστοσύνης σε κυβέρνηση της κεντροαριστεράς», συμπληρώνοντας ότι « θα αποφασίζει κατά περίπτωση αν θα ψηφίζει ή θα καταψηφίζει κάθε νόμο».
Υπό τις παρούσες συνθήκες κατά συνέπεια η προσπάθεια του επικεφαλής της κεντροαριστερής συμμαχίας είναι δύσκολο να μπορέσει να ευοδωθεί.
Η δεύτερη εναλλακτική λύση αφορά την σύσταση μιας λεγόμενης «κυβέρνησης ειδικού σκοπού». Ένα κυβερνητικό σχήμα με τεχνοκράτη πρωθυπουργό δηλαδή, που θα μπορούσε να συσταθεί με την προτροπή του προέδρου της Δημοκρατίας Τζόρτζο Ναπολιτάνο και αποκλειστικό στόχο την αλλαγή του ισχύοντος εκλογικού νόμου.
Όπως διαπιστώθηκε και με την εκλογική αναμέτρησης της 24ης και 25ης Φεβρουαρίου ο ισχύων νόμος αυτός δυσχεραίνει την επίτευξη της απόλυτης πλειοψηφίας στην Γερουσία. Η διάρκειά της θητείας μιας τέτοιας «κυβέρνησης ειδικού σκοπού» δεν αναμένεται να ξεπεράσει – σύμφωνα με ορισμένες προβλέψεις – τους τρεις μήνες, με την συμμετοχή πιθανώς των δυο μεγαλύτερων κομμάτων: του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος (PD) και του κόμματος Λαός της Ελευθερίας (PdL) του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Το τρίτο σενάριο μοιάζει με μια επανέκδοση της κυβέρνησης του Μάριο Μόντι που υπήρξε πρωθυπουργός από τον Νοέμβριο του 2011 ως την προκήρυξη των εκλογών. Μέχρι και σήμερα ο Μόντι συνεχίζει να διεκπεραιώνει τις τρέχουσες υποθέσεις ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός.
Μια νέα κυβέρνηση τεχνοκρατών θα αναμενόταν να εξασφαλίσει ευρύτερο χρονικό ορίζοντα. Μια διετία πιθανώς, όπως ζητεί η κεντροδεξιά του Μπερλουσκόνι. Στους προγραμματικούς στόχους ενός τέτοιου σχήματος θα μπορούσε να συμπεριληφθεί η μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου, όπως και η αλλαγή πολλών κανόνων του δικαστικού συστήματος, η στήριξη της οικονομίας, η προσπάθεια μείωσης της φορολογικής πίεσης.
Στην κεντροδεξιά και κεντροαριστερή παράταξη – αν προκριθεί η συγκεκριμένη λύση – μοιάζει λογικό να προστεθεί η υποστήριξη της κεντρώας χριστιανοδημοκρατικής συμμαχίας του Μάριο Μόντι, η οποία στις εκλογές δεν κατάφερε να ξεπεράσει το 10% των ψήφων.
Πρωθυπουργός, σύμφωνα με σχολιαστές, θα μπορούσε να είναι κάποιο από τα κορυφαία στελέχη της Τράπεζας της Ιταλίας, ώστε να σταλεί ένα καθησυχαστικό μήνυμα προς την Ευρώπη και στις αγορές.
Η κεντροαριστερή συμμαχία όμως -που έχει εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία στην βουλή και σχετική πλειοψηφία στην γερουσία – ως τώρα αντιτίθεται σε κάθε ενδεχόμενο συνεργασίας με την παράταξη του Μπερλουσκόνι.