Ένας από τους τελευταίους επιζώντες της σφαγής των ιταλικών στρατευμάτων στη μάχη της Κεφαλονιάς, το 1943, ο Τζουζέπε Μπενινκάζα, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 97 ετών.
Ο Μπενινκάζα είχε γεννηθεί στο Καστρονόβο της Σικελίας, αλλά ζούσε στο Κλίφσαϊντ Παρκ του Νιού Τζέρσεϊ στις ΗΠΑ. Μέχρι πέρσι επέστρεφε στη Σικελία και συμμετείχε ανελλιπώς στην ημέρα μνήμης για το τέλος του πολέμου στην Ιταλία στις 25 Απριλίου. Σε μία περίπτωση είχε προσκληθεί από το πανεπιστήμιο για να δώσει σχετική διάλεξη.
Ο ίδιος, μολονότι ήταν αγρότης, έτρεφε μεγάλο ενδιαφέρον για τον πολιτισμό, την ποίηση και την αρχαιολογία. Μάλιστα, αφηγήθηκε την εμπειρία του στο νησί του Ιονίου σε ένα βιβλίο με τίτλο «Μνήμες της Κεφαλλονιάς», όπου αναπαρέστησε τα γεγονότα της μάχης της μεραρχίας Άκουι, η οποία μετά τη συνθηκολόγηση της 3ης Σεπτεμβρίου 1943 αρνήθηκε να συνεχίσει τον πόλεμο στο πλευρό των ναζιστοφασιστών.
Σε αντίποινα, οι ναζί εκτέλεσαν περίπου πέντε χιλιάδες Ιταλούς στρατιώτες. Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, εκείνος σώθηκε, διότι παρέστησε τον νεκρό ανάμεσα στις σορούς των συμπολεμιστών του που είχαν χάσει τη ζωή τους.
«Λιποθύμησα από τον πόνο και την απελπισία. Όταν ξύπνησα, ήταν σκοτάδι, βρέθηκα γιομάτος αίματα, με πτώματα να σωριάζονται πάνω και γύρω μου. Πονεμένος ακόμη και λερωμένος από τα αίματα και με τον πόνο στην κνήμη και τον πυρετό, μόλις και μετά βίας στεκόμουν στα πόδια μου. Προσπάθησα να προχωρήσω έρποντας, αλλά τα αγκάθια μου πλήγωναν τα χέρια. Δεν είχα άλλη επιλογή, έπρεπε να φθάσω στα Βαλσαμάτα, εάν ήθελα να σωθώ», διηγήθηκε ο ίδιος για την πολεμική του περιπέτεια μέσα από το βιβλίο του.
Κατόπιν, ο Μπενινκάζα βρήκε καταφύγιο και φιλοξενία σε ελληνικές οικογένειες, μεταξύ αυτών και του δημάρχου στα Βαλσαμάτα, ο οποίος τον βοήθησε εκδίδοντας μία πλαστή ταυτότητα στο όνομα Γιώργος Γιαννόπουλος. Ο Ιταλός ενώθηκε κατόπιν με τη ανταρτική μεραρχία του ΕΛΑΣ και ήλθε σε γάμο με την Ελληνίδα Μαρία, η οποία μετά τον πόλεμο τον ακολούθησε στη Σικελία και κατόπιν στις ΗΠΑ.
Ήταν γνωστός στους κύκλους των αντιστασιακών ως ο «Τζου Πιπίνου» και πάντοτε ήταν πρόθυμος να διαδώσει τις εμπειρίες του για τον πόλεμο και τη μάχη κατά του φασισμού, ενώ ακόμη δεν δίσταζε να δώσει τη μάχη και στις δικαστικές αίθουσες για τα ιδανικά της Δημοκρατίας.