Ευρώπη «σουρωτήρι» για τους μεν, «φρούριο» για τους δε: η εκστρατεία για τις ευρωεκλογές έθεσε κάτω από το φως των προβολέων τη δημόσια συζήτηση για τη μετανάστευση, η οποία εξακολουθεί να προκαλεί αντιπαραθέσεις παρά τη συνεχιζόμενη πτώση του αριθμού των αφίξεων διά μέσου της Μεσογείου από το 2015.
Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την ακμή της «μεταναστευτικής κρίσης», οι χώρες της ΕΕ δεν έχουν καταφέρει να επωφεληθούν από τη σχετική νηνεμία προκειμένου να μεταρρυθμίσουν το κοινό σύστημα ασύλου και παραμένουν βαθιά διαιρεμένες όσον αφορά στην κατανομή των προσφύγων ανάμεσά τους.
Τι έχει κάνει η ΕΕ
Έπειτα από μια χωρίς προηγούμενο εισροή μεταναστών το 2015, οι Ευρωπαίοι αν και πολύ διαιρεμένοι, δεν έμειναν αδρανείς. Την ώρα του απολογισμού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβάλλει τη συμφωνία στην οποία κατέληξε το 2016 με την Τουρκία.
Αυτή η αμφιλεγόμενη μεταναστευτική συμφωνία οδήγησε στη θεαματική μείωση των αφίξεων στις ελληνικές ακτές. Η ΕΕ προσέφερε επίσης υποστήριξη, η οποία επικρίθηκε έντονα, στη λιβυκή ακτοφυλακή, προκειμένου να παρεμποδίζει τις αφίξεις στις ιταλικές ακτές.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, ο αριθμός των αφίξεων παράτυπων μεταναστών στην ΕΕ, που ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο το 2015, έπεσε σε λιγότερους από 400.000 το 2016, 187.000 το 2017 και 144.000 το 2018.
Στην προσπάθεια να αποφύγει μια αναβίωση του χάους του 2015, η Ένωση ανέλαβε δράση ενισχύοντας σημαντικά τη Frontex, την υπηρεσία που είναι επιφορτισμένη με τη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων. Η υπηρεσία θα διαθέτει έως το 2027 10.000 συνοριοφύλακες και ακτοφύλακες για να βοηθήσουν τις χώρες που επηρεάζονται περισσότερο.
Η αποτυχία των «ποσοστώσεων»
Μέσα σε τέσσερα χρόνια, οι χώρες της ΕΕ δέχθηκαν περισσότερους από 50.000 «επανεγκατεστημένους» πρόσφυγες απευθείας από τρίτες χώρες, όπως η Λιβύη ή ο Λίβανος. Αλλά δεν σταμάτησαν να τσακώνονται όσον αφορά τους αιτούντες άσυλο που είχαν φθάσει ήδη στην Ιταλία και στην Ελλάδα.
Ένα ειδικό σχέδιο «μετεγκαταστάσεων» τέθηκε σε ισχύ από τον Σεπτέμβριο του 2015 έως τον Σεπτέμβριο του 2017 για να ανακουφίσει αυτές τις δύο χώρες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Το σχέδιο εγκρίθηκε από την πλειονότητα των κρατών μελών παρά την εναντίωση της Βουδαπέστης, της Πράγας, της Μπρατισλάβας και του Βουκουρεστίου.
Το σχέδιο αυτό προέβλεπε αρχικά τη μετεγκατάσταση έως 160.000 ατόμων από την Ελλάδα και την Ιταλία, εκ των οποίων 120.000 βάσει ενός συστήματος υποχρεωτικών ποσοστώσεων. Όμως εντέλει μετά βίας 35.000 ήταν αυτοί που επανεγκαταστάθηκαν.
Επί του πεδίου, ο μηχανισμός τέθηκε σε ισχύ με πολύ κόπο και πολλοί μετανάστες συνέχισαν την πορεία τους στην ΕΕ χωρίς να περιμένουν. Τα πολύ περιοριστικά κριτήρια επιλεξιμότητας μείωσαν επίσης την εμβέλειά του, ενώ η συμφωνία που επιτεύχθηκε τον Μάρτιο του 2016 με την Άγκυρα οδήγησε στη μείωση του αριθμού των δυνητικών υποψηφίων.
Η απροθυμία πολλών χωρών έπαιξε επίσης μεγάλο ρόλο. Η Επιτροπή περιορίστηκε στην έναρξη διαδικασιών επί παραβάσει εις βάρος της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Τσεχικής Δημοκρατίας για την επίμονη άρνησή τους να εφαρμόσουν τις ποσοστώσεις.
Η βαλτωμένη μεταρρύθμιση του ασύλου
Οι «μετεγκαταστάσεις» αποτελούν μια ειδική παρέκκλιση από τον Κανονισμό του Δουβλίνου, που αναθέτει την ευθύνη της εξέτασης ενός αιτήματος ασύλου στη χώρα πρώτης εισόδου στην ΕΕ και εναποθέτει δυσανάλογο φορτίο σε χώρες όπως η Ιταλία ή η Ελλάδα.
Προκειμένου να διορθώσει αυτή την ανισορροπία, η Επιτροπή πρότεινε να μπορεί κανείς να προσφύγει εκ νέου στο μέλλον σε «μετεγκαταστάσεις», αλλά μόνο σε περίπτωση μαζικής εισροής μεταναστών και ως τελευταία καταφυγή έπειτα από άλλα μέτρα υποστήριξης στις χώρες άφιξης.
Αυτό παραμένει πολύ για τις χώρες του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχική Δημοκρατία, Σλοβακία), που υποστηρίζονται από τη Βιέννη. Και όχι αρκετό για τις χώρες του Νότου, που ζητούν η κατανομή να γίνεται κατά μόνιμο τρόπο και όχι μόνο σε περίοδο κρίσης.
Αυτές οι ασυμφιλίωτες θέσεις οδήγησαν την ΕΕ σε αδιέξοδο, όπως δείχνουν τα επανειλημμένα μπρα-ντε-φερ όταν ένα σκάφος που έχει διασώσει μετανάστες καταφέρνει να φθάσει σε ευρωπαϊκά νερά.
Επίσης έχουν μπλοκάρει ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης του ασύλου, που προτάθηκε το 2016, και ήταν πολύ πιο ευρύ από το σύστημα του Δουβλίνου, που είναι αυτή τη στιγμή το μοναδικό που υφίσταται. Η μεταρρύθμιση αυτή προέβλεπε κυρίως τον εναρμονισμό των κανόνων για το άσυλο, που είναι πολύ διαφορετικοί από τη μια χώρα της ΕΕ στην άλλη.
Αυτό το μωσαϊκό νόμων ωθεί τους αιτούντες άσυλο να προτιμούν προορισμούς, που κρίνονται πιο φιλόξενοι, και να αποφεύγουν άλλους. Ένα φαινόμενο που είναι η αιτία «δευτερογενών κινήσεων», πηγή έντονων εντάσεων ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Απέναντι στο μπλοκάρισμα αυτό, επαφίεται στους νέους ηγέτες, που θα αναλάβουν επικεφαλής της ΕΕ μετά τις ευρωεκλογές, να αναβιώσουν το σχέδιο.