«Ο Μάριο Μόντι δεν θεώρησε ότι έπρεπε να μου κάνει ούτε ένα τηλεφώνημα. Είμαι και πάλι υποχρεωμένος να αναλάβω επικεφαλής των μετριοπαθών δυνάμεων», είπε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, σε συνέντευξή του προς την δημόσια ραδιοφωνία της RAI, αναφερόμενος στον τεχνοκράτη πρωθυπουργό.
Ο Μπερλουσκόνι πρόσθεσε ότι «η κυβέρνηση τεχνοκρατών κράτησε παθητική στάση απέναντι στα αιτήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως της «γερμανικής» Ευρωπαϊκής Ένωσης και της βορείου Ευρώπης. Αυτό λένε, άλλωστε, και πολλοί (κάτοχοι) βραβείων Νόμπελ».
«Σέβομαι κι εκτιμώ ιδιαίτερα της γυναίκες κι ελπίζω στα ψηφοδέλτιά μας να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε παρουσία του ευγενούς φύλου που να ξεπερνά το 33% των υποψηφίων», υποστήριξε ο μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης.
Αργά το απόγευμα (18:00 τοπική ώρα, 19:00 ώρα Ελλάδας) η βουλή αναμένεται να ψηφίσει τον κρατικό προϋπολογισμό του 2013 και κατόπιν ο Μάριο Μόντι θα μεταβεί, εκτός απροόπτου στο προεδρικό μέγαρο Κυρηνάλιο για να υποβάλει την παραίτησή του.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, σύμφωνα με τους πολιτικούς παρατηρητές ο καθηγητής και πρωθυπουργός την Κυριακή πρόκειται να ανακοινώσει στους Ιταλούς την πολιτική του στράτευση, με την υποστήριξη εκλογικών ψηφοδελτίων του μετριοπαθούς κέντρου, προκειμένου να συνεχισθούν οι προσπάθειες οικονομικής εξυγίανσης.
«Πρέπει να παρουσιασθούμε σαν μια πραγματική πολιτική καινοτομία, που ξέρει να μιλά με ειλικρίνεια στους πολίτες» φέρεται να επαναλαμβάνει ο Μόντι, στους στενούς του συνεργάτες.
Η χθεσινή έγκριση που έφτασε από την γερουσία, η οποία με 222 ψήφους υπέρ και τέσσερις κατά έδωσε το αναγκαίο «πράσινο φως» στον νόμο για τον υποχρεωτικό ισοσκελισμό του προϋπολογισμού, στηρίζει, οπωσδήποτε, το οικονομικό πρόγραμμα που επέβαλλε, μέχρι σήμερα, ο Ιταλός τεχνοκράτης πρωθυπουργός.
Η πραγματική οικονομία, όμως, στέλνει ανησυχητικά μηνύματα, τα οποία, οι διάφοροι υποψήφιοι, κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη: σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής, Istat, η εμπιστοσύνη των ιταλών καταναλωτών, σε ότι αφορά το μέλλον της οικονομίας, βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1996 μέχρι σήμερα, ενώ οι ωριαίες αποδοχές των εργαζομένων, τον περασμένο Νοέμβριο, σε σχέση με τον Οκτώβριο, αυξήθηκαν κατά μόλις 0,1%.
Τρία εκατομμύρια έκτακτων δημοσίων υπαλλήλων, τέλος, ελπίζουν να μπορέσουν να ανανεωθούν οι συμβάσεις έργου τους που λήγουν τους αμέσως επόμενους μήνες.