Μια καταξιωμένη Ιταλίδα ιατροδικαστής για χρόνια έχει τη δύσκολη δουλειά να ταυτοποιεί τα πτώματα των μεταναστών, εκείνων που προσπάθησαν να φτάσουν στην Ευρώπη προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, χωρίς ποτέ να τα καταφέρουν.
Η Κριστίνα Κατάνεο λέει ότι η ταυτοποίηση των θυμάτων είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, αλλά σημαντική για τις οικογένειες των θυμάτων.
Τουλάχιστον 30.000 μετανάστες εκτιμάται ότι έχουν πνιγεί στη Μεσόγειο κατά τις προσπάθειές τους να φτάσουν στην Ευρώπη. Από τις σορούς των ανθρώπων αυτών, περισσότεροι από τους μισούς δεν έχουν ταυτοποιηθεί.
Για χρόνια, η Ιταλίδα ιατροδικαστής προσπαθεί να βελτιώσει την κατάσταση. Όμως, η ταυτοποίηση των σορών των μεταναστών δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, ιδίως επειδή δεν υπάρχει μια βάση δεδομένων για τους αγνοούμενους μετανάστες.
Η ίδια δηλώνει ότι χρειάζεται να καταχωρηθούν τα μεταθανάτια δεδομένα (στοιχεία κατά την εξέταση της σορού) από τις νεκροψίες των μεταναστών που έχασαν τη ζωή τους σε μια ενιαία βάση δεδομένων που να ταιριάζουν με τα προθανάτια στοιχεία (φυσική περιγραφή του ατόμου) που πρέπει να συλλέγονται από συγγενείς που αναζητούν τους αγαπημένους τους.
Στην όλη της προσπάθεια, η Κατάνεο στην αρχή αντιμετώπισε προβλήματα: Δεν υπήρχαν διαθέσιμα κρατικά κονδύλια, ενώ ήρθε αντιμέτωπη με κριτικές ότι κανείς δεν ψάχνει για «ανώνυμους» σορούς μεταναστών. Εκείνη διαφώνησε.
Ένοιωσε το «άγχος των συγγενών που ψάχνουν για τους νεκρούς τους και πώς έχουν το δικαίωμα να τους βρουν και να τους δοθούν τα πιστοποιητικά θανάτου».
Την πρωτοβουλία την ξεκίνησε το 2012 για να προσφέρει στους συγγενείς την ίδια αξιοπρέπεια που δίνεται στα θύματα άλλων καταστροφών, όπως συντριβής αεροπλάνων. Για την Ιταλίδα ιατροδικαστή «η διάκριση έναντι των νεκρών μεταναστών» συνιστά είναι λάθος .
Ο καταλύτης για να προχωρήσει στη διαδικασία αυτή ήταν, όπως είπε, οι δύο μεγάλες τραγωδίες που σημειώθηκαν στην Μεσόγειο: το ναυάγιο ενός σκάφους στο νησί της Λαμπεντούζα στις 3 Οκτωβρίου 2013, από το οποίο πέθαναν περισσότεροι από 360 μετανάστες και το ναυάγιο σκάφους στα ιταλικά χωρικά ύδατα στις 18 Απριλίου του 2015, με αποτέλεσμα τον θάνατο 800 ανθρώπων, μεταναστών από την Αφρική. Οι μεταγενέστερες αναφορές έκαναν λόγο για μέχρι και 1100 μετανάστες που μπορεί να επέβαιναν στο σκάφος που βυθίστηκε.
Από αυτές τις δύο τραγωδίες, οι ιατροδικαστές συνέλεξαν μεταθανάτια δεδομένα, συμπεριλαμβανομένου του DNA, από τους σορούς μεταναστών ανασύρθηκαν, σε μια προσπάθεια να ταυτοποιηθούν τα θύματα. Στην περίπτωση του ναυαγίου του 2015, η διαδικασία ήταν περίπλοκη, επειδή πολλά από τα πτώματα που ανασύρθηκαν ένα χρόνο αργότερα ήταν σε αποσύνθεση και το σκάφος έπρεπε να ανελκυστεί από βάθος 400 μέτρων.
Η ιατροδικαστής τόνισε ότι η διαδικασία ταυτοποίησης των σορών των θυμάτων είναι επίσης σημαντική και από νομικής άποψης. Όπως εξηγεί τα ορφανά παιδιά – ειδικά τα ανήλικα – και οι χήρες συχνά χρειάζονται πιστοποιητικά θανάτου των συγγενών τους, αλλιώς είναι πολύ δύσκολο για αυτούς να συνεχίσουν νόμιμα στη ζωή τους.
Μετά τη συλλογή και τη διαμόρφωση των προφίλ των θυμάτων, η Κατάνεο ανέφερε ότι έπρεπε να συλλέξουν προθανάτια στοιχεία, που θα συγκέντρωσαν από τους εν ζωή συγγενείς. Στην περίπτωση του ναυαγίου στη Λαμπεντούζα, η ιταλική κυβέρνηση ζήτησε από όλους όσους πίστευαν ότι μπορεί να είχαν ένα μέλος της οικογένειας που πέθανε σε αυτό το ναυάγιο να δώσουν λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να συνδυαστούν με δεδομένα που συλλέχθηκαν από ιατροδικαστές.
Η Κατάνεο είπε ότι 72 συγγενείς εμφανίστηκαν και έδωσαν στοιχεία, με αποτέλεσμα την θετική εξακρίβωση στοιχείων 35 νεκρών μεταναστών.
Για το πλοίο που ανασύρθηκε από τον πυθμένα της θάλασσας, η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού κάλεσε πιθανούς συγγενείς να δώσουν στοιχεία. Εκατόν ενενήντα συγγενείς από το Μαλί και την Μαυριτανία ανταποκρίθηκαν και η Κατάνεο και η ομάδα της συνεχίζουν τις προσπάθειες ταυτοποίησης των σορών αυτών σε ιατροδικαστικό εργαστήριο στο πανεπιστήμιο του Μιλάνου.
Η Ιταλία είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που έχει ξεκινήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα ταυτοποίησης χρησιμοποιώντας μεταθανάτια και προθανάτια στοιχεία για τους μετανάστες.
Υπογραμμίζοντας τα πολλά εμπόδια στη διαδικασία, η Κατάνεο δήλωσε ότι ο μόνος δρόμος είναι η δημιουργία μιας κεντρικής βάσης δεδομένων που θα περιλαμβάνει πλήρη στοιχεία για τους αγνοούμενους και τους νεκρούς μετανάστες και στην οποία οι ευρωπαϊκές χώρες θα μοιράζονται πληροφορίες, με τρόπο παρόμοιο με εκείνον που λειτουργούν οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου.