Επίσημη συγγνώμη διαμέσου της υπουργού Δικαιοσύνης Νίκολα Ρόξον θα ζητήσει στις 21 Μαρτίου ενώπιον του Κοινοβουλίου η Αυστραλία στις δεκάδες χιλιάδες μητέρες, που αναγκάστηκαν στις δεκαετίες ’50-’60-’70 να να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους τα οποία δόθηκαν βίαια για υιοθεσία.
«Η κυβέρνηση καταλαβαίνει τον πόνο και τα δεινά όσων επλήγησαν από αυτές τις πρακτικές», δήλωσε η υπουργός.
Έρευνα κοινοβουλευτικής επιτροπής αποκάλυψε τον περασμένο Μάρτιο πως περίπου 225.000 παιδιά απομακρύνθηκαν δια της βίας από τις μητέρες τους και η επιτροπή αποφάσισε, εκτός από την επίσημη συγγνώμη του κράτους, να δοθούν και αποζημιώσεις.
Η έρευνα συγκέντρωσε εκατοντάδες μαρτυρίες γυναικών και παιδιών των οποίων οι ζωές σημαδεύτηκαν από τους αναγκαστικούς χωρισμούς, που συνήθως οργάνωναν θρησκευτικές οργανώσεις και έγιναν από το 1951-1975. Εξαιτίας της κοινωνικής πίεσης οι ανύπαντρες νεαρές γυναίκες που εγκυμονούσαν θα έστελναν τα παιδιά τους σε συγγενείς ή σε εκκλησιαστικά ιδρύματα.
Ήδη πριν από τη γέννησή τους τα παιδιά αυτά ήταν προορισμένα για υιοθεσία. Οι μητέρες ήταν υποχρεωμένες να δώσουν τη συγκατάθεσή τους, αφού η υιοθεσία ήταν κάτι το αναπόφευκτο και αρκετές φορές ακόμα και οι υπογραφές τους είχαν πλαστογραφηθεί.
«Αποδείχθηκε πως η συγκατάθεση των μητέρων δεν δόθηκε με κανονικό τρόπο. Υπάρχουν αποδείξεις για εξαναγκασμό. Οι πιέσεις, οι πρακτικές αυτές και η πολιτική που εφαρμόστηκε τότε τραυμάτισε ανεπανόρθωτα τις ζωές των μητέρων, των πατέρων, των υιοθετημένων παιδιών και των οικογενειών», τόνισε η πρόεδρος της επιτροπής Ρέιτσελ Σιούερτ, παρουσιάζοντας την έκθεση στο κοινοβούλιο.
Οι μητέρες και τα παιδιά δεν είχαν πρόσβαση στις πληροφορίες που τούς αφορούσαν. Τα πιστοποιητικά γέννησης των παιδιών είχαν τα ονόματα των θετών γονιών γιατί οι αρχές εκτιμούσαν τότε πως έπρεπε να υπάρχει απόλυτη εξάλειψη κάθε στοιχείου» για το καλό όλων των εμπλεκομένων.