Την «αδικαιολόγητη» βιαιότητα με την οποία διαδηλώνουν οι φιλοκυβερνητικοί, για πάνω από μία εβδομάδα, στο Μπέλφαστ καταδίκασε ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον.

Η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του Μπέλφαστ στις 3 Δεκεμβρίου να μην γίνεται έπαρση της βρετανικής σημαίας στο μέγαρο της δημαρχίας, παρά μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις, έχει πυροδοτήσει πολλές νύκτες έντονων διαδηλώσεων και βίας από την πλευρά των (προτεσταντών και υπέρμαχων της παραμονής της Βορείου Ιρλανδίας στο στέμμα της Αγγλίας) φιλοκυβερνητικών.

Ο πρωθυπουργός δέχθηκε χθες στη Βουλή των Κοινοτήτων τα πυρά της βορειοϊρλανδής βουλευτού Ναόμι Λονγκ, η οποία έχει δεχθεί απειλές κατά της ζωής της διότι το κόμμα της, Κόμμα της Συμμαχίας, υποστηρίζει την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου.

«Σύμφωνα με την αστυνομία, υπάρχουν αποδείξεις για εμπλοκή παραστρατιωτικών οργανώσεων σε ορισμένες διαδηλώσεις και σε βιαιότητες αυτήν την εβδομάδα», υποστήριξε η ίδια, καλώντας τον Κάμερον να καταδικάσει «αυτήν την επονείδιστη επίθεση κατά της δημοκρατίας από εκείνους που παρουσιάζονται ως φιλοκυβερνητικοί».

Απαντώντας της, ο πρωθυπουργός διεμήνυσε πως «σε καμία περίπτωση αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι πιστοί (στο στέμμα), ούτε υπερασπίζονται τη βρετανική ταυτότητα. Η βία είναι απολύτως αδικαιολόγητη τόσο σε αυτήν την περίσταση, όσο και σε οποιαδήποτε άλλη».

Την προηγούμενη ημέρα, ενώπιον των βουλευτών, η αρμόδια υπουργός Βορείου Ιρλανδίας Τερέζα Βιλιέρς είχε καταδικάσει την στάση των διαδηλωτών, εκτιμώντας πως «ατιμάζουν» την βρετανική σημαία και «απαξιώνουν τον σκοπό τον οποίο προϋποτίθεται ότι υποστηρίζουν».

Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων τραυματίστηκαν πολυάριθμοι αστυνομικοί, ενώ εκτός από τη Λονγκ απειλές κατά της ζωής τους δέχθηκαν και δύο βουλευτές του προτεσταντικού Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος (DUP).