Τα πιστοποιητικά παρθενίας είναι «περιττά για την υγεία και στερούνται επιστημονικής σημασίας», κρίνει το εθνικό συμβούλιο του βελγικού ιατρικού συλλόγου σε γνωμοδότησή του που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπό του.
Η γνωμοδότηση αυτή με ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου έπεται δήλωσης που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2018 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), την οποία συνυπέγραφε η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και η ΟΗΕ-Γυναίκες, με στόχο να δοθεί τέλος σε αυτά τα τεστ και τα πιστοποιητικά που γίνονται εν γένει για να ελεγχθεί αν μια γυναίκα είναι παρθένα πριν από τον γάμο, συχνά για θρησκευτικούς λόγους, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Στη δήλωση αυτή, ο ΠΟΥ υπογραμμίζει ότι η εφαρμογή της πρακτικής αυτής «έχει τεκμηριωθεί» στο Αφγανιστάν, τη Βραζιλία, την Αίγυπτο, την Ινδία, την Ινδονησία, το Ιράν, το Ιράκ, την Τζαμάικα, την Ιορδανία, τη Λιβύη, το Μαλάουι, το Μαρόκο, την Παλαιστίνη, την Νότια Αφρική, τη Σρι Λάνκα, τη Σουαζιλάνδη, την Τουρκία, τη Βρετανία και τη Ζιμπάμπουε.
Αιτήσεις για εξετάσεις αυτού του είδους γίνονται επίσης στο Βέλγιο, τον Καναδά, την Ολλανδία, την Ισπανία και τη Σουηδία.
Στη γνωμοδότησή του, το εθνικό συμβούλιο του βελγικού ιατρικού συλλόγου κρίνει ότι τα τεστ παρθενίας συνιστούν «μια ιατρική πράξη περιττή για την υγεία, που στερείται επιστημονικής σημασίας και που μπορεί δυνάμει να έχει βαριές συνέπειες στην ευημερία της ασθενούς».
«Μπορούν να βιωθούν ως μια επίθεση και πηγή διακρίσεων μεταξύ των γυναικών και των ανδρών, οι σεξουαλικές σχέσεις των οποίων δεν υπόκεινται σε καμία εκτίμηση αυτού του είδους», προσθέτει.
Επίσης σημειώνει ότι «οι εξετάσεις αυτές ζητούνται συνήθως από τρίτους χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προσωπική ζωή και το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή του ατόμου που αφορούν».
Κατά συνέπεια «το εθνικό συμβούλιο του ιατρικού συλλόγου υποστηρίζει τη δήλωση του ΠΟΥ και αποτιμά ότι το να δίνεται συνέχεια σε αίτημα έκδοσης πιστοποιητικού παρθενίας δεν έχει αιτιολογία».
Τα αιτήματα αυτά θα πρέπει ωστόσο να διαχωρίζονται από «την ιατροδικαστική εξέταση ασθενών θυμάτων σεξουαλικών επιθέσεων ή βιασμών, που εμπίπτουν στην ιατροδικαστική», καταλήγει.