Σε αμφισβήτηση βρίσκεται η συμφωνία για τη νομοθεσία που θα απαλλάσσει τους υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου από την απαίτηση της έκδοσης βίζας για να ταξιδεύουν στην Ευρώπη μετά το Brexit, μετά τις απαιτήσεις που ήγειρε η Ισπανία για το καθεστώς του Γιβραλτάρ.
Όπως γράφει η εφημερίδα Guardian, οι Βρετανοί τουρίστες που θα ταξιδεύουν στην ηπειρωτική Ευρώπη ίσως χρειαστεί να πληρώνουν 52 λίρες για τη βίζα αυτή, καθώς παραμένει «αγκάθι» το εάν το υπερπόντιο βρετανικό έδαφος πρέπει να περιγραφεί ως «αποικία» στο βιβλίο καταστατικών της ΕΕ. Η Ισπανία επέμεινε, με την απρόθυμη υποστήριξη των άλλων 26 κρατών μελών, να προστεθεί στη νομοθεσία μια υποσημείωση που να περιλαμβάνει τη σημείωση περί «αμφισβητούμενης περιοχής».
Όμως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέρριψε τη λεκτική διατύπωση που πρότεινε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το σώμα που εκπροσωπεί τα κράτη μέλη. Είναι η τρίτη φορά που οι προτάσεις των κρατών μελών απορρίπτονται από τους ευρωβουλευτές και η κατάσταση αυτή ενέχει τον κίνδυνο να μην μπορέσει να εγκριθεί η νομοθεσία μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Το κοινοβούλιο προτείνει ότι η υποσημείωση θα μπορούσε να περιοριστεί στην απλή δήλωση ότι υπάρχει μια «διαμάχη μεταξύ Ισπανίας και Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με την κυριαρχία του Γιβραλτάρ». Η νομοθεσία που συζητείται από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θα έθετε τη Βρετανία σε καθεστώς απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης από τις 29 Μαρτίου και μετά, όταν η χώρα θα αποχωρήσει επίσημα από την Ένωση.
Την ίδια ώρα, υπάρχουν ενδείξεις, για άλλη μία φορά, για μεγάλο χάσμα μεταξύ των στοιχείων που διαρρέουν από το γραφείο της Βρετανίδας πρωθυπουργού Τερέζα Μέι και την πραγματικότητα της ΕΕ.
Σύμφωνα με το BBC, η βρετανική κυβέρνηση προσδοκά αναθεωρημένη συμφωνία για το Brexit στο άμεσο μέλλον, πιθανώς και έτοιμη να ψηφιστεί από τη Βουλή των Κοινοτήτων στις αρχές της επόμενης εβδομάδας. Ο Μισέλ Μπαρνιέ από την πλευρά της Ε.Ε. συνεχίζει να κάνει λόγο για «ανησυχητικό πολιτικό αδιέξοδο». Αν η Τερέζα Μέι συνεχίζει να θέλει «διαβεβαιώσεις» για τη δικλείδα ασφαλείας προκειμένου να τις συμπεριλάβει σε έναν μονομερή μηχανισμό εξόδου για το Ηνωμένο Βασίλειο ή μια καθορισμένη, αμετακίνητη τελική προθεσμία, τότε θα έρθει αντιμέτωπη με τείχος από την ΕΕ. Και αυτό διότι η δικλείδα ασφαλείας είναι επίσης μηχανισμός διασφάλισης για την ΕΕ προκειμένου να εξασφαλίσει την ενιαία της αγορά.
Η άποψη της Βρετανίας ότι η ΕΕ θα «κλείσει το μάτι στο τέλος» προτιμώντας αυτήν την επιλογή από μια έλλειψη συμφωνίας είναι σωστή υπό την έννοια ότι η ΕΕ είναι περισσότερο ευέλικτη σε σχέση με όσα έδειξε προηγουμένως. Ωστόσο, το εύρος της ευελιξίας της υπερεκτιμάται από πολλούς βουλευτές. Είναι αλήθεια ότι η ΕΕ έχει παρελθόν στις διαπραγματεύσεις της τελευταίας στιγμής όπως στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης, αλλά μόνο όταν ήταν δεδομένο ότι επρόκειτο για το ευρύτερο συμφέρον της ευρωζώνης. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η ΕΕ αποφάσισε να παρακάμψει τους κανόνες για να διασώσει, κατά την άποψη των ηγετών, το ενιαίο νόμισμα. Ωστόσο, η χαλάρωση ή η εγκατάλειψη του μηχανισμού του backstop (για την Ιρλανδία) στο σύνολό της θεωρείται ότι είναι καταστροφική για την ΕΕ. Εντούτοις, πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες θέλουν να αποφύγουν Brexit χωρίς συμφωνία, όπως εκτιμά το BBC.
«Αν καθυστερήσει η συμφωνία της Βρετανίδας πρωθυπουργού, θα είναι αναγκαία νέα στρατηγική προκειμένου να λειτουργήσουν οι διαπραγματεύσεις, γράφουν την ίδια στιγμή οι Times του Λονδίνου. Μετά από 18 μήνες πεισματικής άρνησης αναγνώρισης ότι δεν υπάρχει τρόπος για τη Βρετανία να επιδιώξει μια ανεξάρτητη πολιτική εμπορίου και ταυτόχρονα να απολαμβάνει ελεύθερο εμπόριο εντός της Ε.Ε., αναγκάστηκε να οδηγηθεί στο ίδιο συμπέρασμα το οποίο είχαν κατανοήσει οι Βρυξέλλες εξαρχής: ότι δεν υπάρχει καλή συμφωνία για το Brexit, ότι το Brexit είναι μια καταστροφική λύση με αμοιβαίες απώλειες και ότι η πολιτικά τοξική πρόκληση κατανομής των απωλειών θα ήταν ευκολότερη όταν η χώρα θα είχε αποχωρήσει από την Ε.Ε. Η μόνη λογική επιλογή, όπως σημειώνει το ΑΜΠΕ, επικαλούμενο τα δημοσιεύματα βρετανικών μέσων, θα είναι η χρήση επιπλέον χρόνου για τη διαμόρφωση της πολιτικής ανακοίνωσης που δεν θα εκφράζει πλέον ένα φάσμα επιλογών αλλά θα προσφέρει μια πιο λεπτομερή εξήγηση για το είδος της μελλοντικής σχέσης, ώστε όταν η συμφωνία επιστρέψει στο κοινοβούλιο δεν θα υπάρχουν ψευδαισθήσεις για το τι ζητείται να ψηφιστεί.