Το Βερολίνο εγκαινίασε χθες μια σημαντική έκθεση σχετικά με την προτομή της βασίλισσας Νεφερτίτης της αρχαίας Αιγύπτου για τα εκατό χρόνια από την ανακάλυψή της από έναν Γερμανό αρχαιολόγο, ενώ εξακολουθεί η μόνιμη διένεξη με το Κάιρο για την κυριότητα του έργου.
Το Neues Museum του Βερολίνου παρουσιάζει τον πιο θρυλικό θησαυρό του, το αρχέτυπο της γυναικείας ομορφιάς που φιλοτεχνήθηκε πριν από περίπου 3.400 χρόνια. Αυτό το γλυπτό της Νεφερτίτης θεωρείται ως η πιο διάσημη στον κόσμο απεικόνιση ενός γυναικείου προσώπου μετά την Τζοκόντα του Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Ένα μέρος από τις αρχαιότητες που ανακαλύφθηκαν από τον Λούντβιχ Μπόρχαρντ στις 6 Δεκεμβρίου του 1912 εκτίθενται επίσης, ανάμεσά τους και κομμάτια που δεν είχαν ποτέ εκτεθεί μέχρι σήμερα από την περίοδο της Αμάρνα τα οποία δάνεισε το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, το Λούβρο και το Βρετανικό Μουσείο.
«Υπάρχουν έργα τέχνης που ανήκουν στη συλλογική συνείδηση. Η Νεφερτίτη είναι ένα τέτοιο έργο», δήλωσε ο Υπουργός Πολιτισμού, Μπερντ Νόιμαν, κατά την παρουσίαση της έκθεσης που έχει τον τίτλο: «Υπό το φως της Αμάρνα».
Η Νεφερτίτη, που έζησε τον δέκατο τέταρτο αιώνα προ Χριστού, ήταν η σύζυγος του Φαραώ Ακενατόν, που το όνομά του έμεινε στην ιστορία για την εισαγωγή του μονοθεϊσμού στο βασίλειο και την επιβολή της αποκλειστικής λατρείας του θεού του ήλιου Ατόν.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, η προτομή της βασίλισσας αυτής, που διαδραμάτισε σημαντικό πολιτικό και θρησκευτικό ρόλο στην εποχή της, είναι τόσο εύθραυστη και ανεκτίμητης αξίας, που έχει τοποθετηθεί μέσα σε ένα γυάλινο κουβούκλιο. Προσελκύει ένα εκατομμύριο επισκέπτες το χρόνο από τότε που εκτίθεται στο Neues Museum, που άνοιξε και πάλι το 2009 μετά τις εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης από τον πολύ σημαντικό Βρετανό αρχιτέκτονα Ντέιβιντ Τσιπερφίλντ.
Το γλυπτό που είναι φιλοτεχνημένο σε ασβεστόλιθο, έχει τοποθετηθεί στο τέλος ενός μακρού διαδρόμου με αμυδρό φως για να δημιουργείται μια δραματική εντύπωση, με το ένα ένθετο μάτι της από χαλαζία να δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για ζωντανό πρόσωπο–το άλλο μάτι έχει χαθεί–όπως και η λεπτή της μύτη, τα ψηλά ζυγωματικά, το βαμμένο ροζ χαμόγελό της καθώς και το μπλε στέμμα της που είναι διακοσμημένο με μια κορδέλα κόκκινη, γκρι και χρυσή.
Τα κομμένα στις άκρες αυτιά της, είναι παραδόξως η μόνη εμφανής βλάβη που έχει υποστεί η προτομή. Τα γλυπτό αυτό είναι το σημαντικότερο εκ των έργων τέχνης που διεκδικεί η Αίγυπτος σε διεθνές επίπεδο.
Οι αιγυπτιακές αρχές είναι όμως λιγότερο πιεστικές μετά την «Αραβική Άνοιξη» και την πτώση του Χόσνι Μουμπάρακ λόγω των νέων πολιτικών προτεραιοτήτων. Η διένεξη πάντως συνεχίζεται στα παρασκήνια, σύμφωνα με Γερμανούς αξιωματούχους, αν και το Βερολίνο ισχυρίζεται ότι έχει έγγραφα που αποδεικνύουν ότι η προτομή της Νεφερτίτης αγοράστηκε νόμιμα την εποχή εκείνη από το κράτος της Πρωσίας.
«Για να μην αναλωνόμαστε σε ερωτήσεις, επιτρέψτε μου να σας πω ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Νεφερτίτη ανήκει νομικά στο Ίδρυμα για την πολιτιστική κληρονομιά της πόλης-κρατιδίου του Βερολίνου», δήλωσε ο Νόιμαν. Πρόσθεσε ότι το Βερολίνο παίρνει πολύ στα σοβαρά την ευθύνη του για τη διατήρηση της προτομής.
«Είναι εύκολο να απαντηθεί το ερώτημα ποιος είναι ο ιδιοκτήτης της Νεφερτίτης. (Ανήκει) σε όλους μας», πρόσθεσε.
Η διευθύντρια του Αιγυπτιακού Μουσείου του Βερολίνου, το οποίο στεγάζεται στο Neues Museum, Φριντερίκε Ζάιφριντ, σημείωσε ότι η πολιτική αστάθεια που δημιουργήθηκε από την «Αραβική Άνοιξη» στην Αίγυπτο έχει εμποδίσει τη συνεργασία με τους Αιγύπτιους ειδικούς για την προετοιμασία αυτής της έκθεσης.
«Ελπίζω ότι η πολιτική κατάσταση θα σταθεροποιηθεί εκεί και δεν θα λάβει μια κατεύθυνση που θα μας προκαλέσει θλίψη», σημείωσε.
Η έκθεση του Βερολίνου θα διαρκέσει έως τις 13 Απριλίου και παρουσιάζονται σε αυτήν περισσότερα από χίλια αντικείμενα, όπως μια προτομή του Ακενατόν στην οποία έχει γίνει συντήρηση και αποκατάσταση.
Η προτομή της Νεφερτίτης είναι ένα από τα περισσότερα από 7.000 αρχαιολογικά αντικείμενα που ανακαλύφθηκαν από τον Λούντβιχ Μπόρχαρντ και την ομάδα του στο χώρο της Αμάρνα, την πρωτεύουσα που χτίστηκε από τον Φαραώ Ακενατόν, από αυτά περίπου 5.500 εστάλησαν στο Βερολίνο.