Η πίεση στον Τζάστιν Τριντό αυξήθηκε χθες Τρίτη, μετά την παραίτηση μιας από τις υπουργούς της κυβέρνησής του, εν μέσω της πολεμικής γύρω από τις καταγγελίες περί παρέμβασης του γραφείου του πρωθυπουργού του Καναδά για να αποφευχθεί η παραπομπή σε δίκη της κατασκευαστικής εταιρείας SNC-Lavalin, η οποία εμπλέκεται σε σκάνδαλο διαφθοράς στη Λιβύη.
Παρά τις διαψεύσεις του Τριντό, οι αποκαλύψεις της εφημερίδας Globe & Mail πυροδότησαν μια πολιτική βόμβα στον Καναδά, αναμφίβολα τη χειρότερη κρίση για την κυβέρνηση του ηγέτη των Φιλελεύθερων μετά την εκλογή του το 2015, μερικούς μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές, η έκβαση των οποίων φαντάζει αβέβαιη.
Το πρωί χθες Τρίτη, ενώ η πολεμική μαινόταν, η πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Τζόντι Ουίλσον-Ρέιμπουλντ, στην οποία ασκούσε πίεση το περιβάλλον του Τζάστιν Τριντό, ανακοίνωσε μέσω Twitter την παραίτησή της.
«Με βαριά καρδιά, υπέβαλα την παραίτησή μου από τον θώκο της υπουργού Υποθέσεων των Βετεράνων», αποκάλυψε μέσω Twitter.
Η βασιλική χωροφυλακή (GRC, η καναδική ομοσπονδιακή αστυνομία) άσκησε το 2015 επίσημα κατηγορίες εναντίον της μητρικής της καναδικής εταιρείας SNC-Lavalin, καθώς και θυγατρικών της κατασκευαστικών εταιρειών στο εξωτερικό, για «διαφθορά ξένων δημοσίων λειτουργών» και «απάτη». Διώξεις ασκήθηκαν επίσης σε βάρος πρώην στελεχών της διεύθυνσής της, σε χωριστές έρευνες.
Επικαλούμενη πηγές τις οποίες δεν κατονόμασε, η Γκλόουμπ εντ Μέιλ έγραψε την περασμένη Πέμπτη ότι το γραφείο του καναδού πρωθυπουργού είχε απαιτήσει από την Ουίλσον-Ρέιμπουλντ, τότε νέα υπουργό Δικαιοσύνης, να επέμβει στην υπόθεση προκειμένου οι εισαγγελείς να κλείσουν εξωδικαστικό συμβιβασμό, κάτι που ο Τριντό διέψευσε κατηγορηματικά.
Αυτό θα σήμαινε την εγκατάλειψη της ποινικής δίωξης, άρα μιας μακράς και δαπανηρής δίκης, και πιθανόν την καταβολή χρηματικού προστίμου.
Κατά την Γκλόουμπ εντ Μέιλ, η Ουίλσον-Ρέιμπουλντ «αψήφησε» την απαίτηση του γραφείου του πρωθυπουργού, κάτι το οποίο της στοίχισε τη θέση της: στα μέσα Ιανουαρίου, υποβιβάστηκε σε υπουργό Υποθέσεων Βετεράνων, σε έναν μίνι-ανασχηματισμό.
Η Ουίλσον-Ρέιμπουλντ δεν εξήγησε τους λόγους της ξαφνικής παραίτησής της.
«Έχω επίγνωση του γεγονότος ότι πολλοί Καναδοί επιθυμούν να μιλήσω δημόσια για τα ζητήματα που απασχολούν τα μέσα ενημέρωσης εδώ και μία εβδομάδα» υπογράμμισε στην επιστολή της παραίτησής της, σε αντίγραφο της οποίας παρέθεσε σύνδεσμο στην ανάρτησή της στο Twitter. Διευκρίνισε ότι προσέλαβε δικηγόρο για να προσδιοριστούν «τα στοιχεία για τα οποία μπορεί να μιλήσει με απόλυτη νομιμότητα στην υπόθεση αυτή».
Αντιδρώντας, «ο πρωθυπουργός συγκάλεσε το πρωί το υπουργικό του συμβούλιο για να το ενημερώσει σχετικά με την παραίτηση της κυρίας Ουίλσον-Ρέιμπουλντ», ανέφερε μια εκπρόσωπος του Τριντό. Ο πρωθυπουργός αναμενόταν να τοποθετηθεί το απόγευμα σε συνέντευξη Τύπου στο Ουίνιπεγκ (κεντρικά).
Η αντιπολίτευση άδραξε την ευκαιρία να ανοίξει φραστικό πυρ κατά βούληση εναντίον του Τριντό, απαιτώντας να διαλευκανθούν πλήρως οι κατηγορίες αυτές, ιδίως με την άρση του επαγγελματικού απορρήτου της πρώην υπουργού.
«Τα ηθικά ολισθήματα του κ. Τριντό και η καταστροφική διαχείριση αυτού του τελευταίου σκανδάλου από πλευράς του προκάλεσαν χάος στην κυβέρνησή του», έκρινε ο Άντριου Σιρς, ο επικεφαλής του συντηρητικού κόμματος, της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Οτάβα.
Απαίτησε από την κυβέρνηση του Τριντό να φροντίσει να μη χαθεί ούτε ένα από «τα έγγραφα που σχετίζονται με την υπόθεση SNC-Lavalin μετά την παραίτηση της Τζόντι Ουίλσον Ρέιμπουλντ, (διότι) στους Καναδούς αξίζει να μάθουν την αλήθεια».
Τη Δευτέρα, ανατέθηκε στον καναδό Επίτροπο Δεοντολογίας, μια ανεξάρτητη αρχή, να διενεργήσει επίσημη έρευνα.
Η SNC-Lavalin, καναδική εταιρεία-κολοσσός των κατασκευών, με παρουσία σε όλες τις ηπείρους και 50.000 υπαλλήλους, βρίσκεται στην καρδιά της έρευνας της καναδικής ομοσπονδιακής αστυνομίας, που την κατηγορεί ότι κατέβαλε δωροδοκίες ύψους 48 εκατομμυρίων καναδικών δολαρίων (32 εκατ. ευρώ) σε λίβυους αξιωματούχους επί των ημερών του δικτάτορα Μουάμαρ Καντάφι στην εξουσία.
Η εταιρεία, με έδρα το Μόντρεαλ κινδυνεύει εάν κριθεί ένοχη να της επιβληθεί απαγόρευση να δραστηριοποιείται στον Καναδά, ή ακόμη και να οδηγηθεί σε εκκαθάριση, προειδοποιούν τα τελευταία χρόνια ηγετικά της στελέχη, που έχουν αποδυθεί σε εντατικό lobbying στην Οτάβα.
Κατά την Γκλόουμπ εντ Μέιλ, στελέχη της SNC-Lavalin συναντήθηκαν από το 2017 πάνω από πενήντα φορές με στελέχη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και κοινοβουλευτικούς, ιδίως δώδεκα φορές με τρεις στενούς συμβούλους του Τζάστιν Τριντό.