Πέρασαν ήδη έξι δεκαετίες από τότε που η Γερμανία έφερε τους λεγόμενους γκασταρμπάιτερ. Στο μεταξύ, η χώρα υποδοχής έγινε πατρίδα για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Κι ακόμα περισσότερο: έχουν γίνει αναντικατάστατοι, όπως επισημαίνεται σε εκτενές αφιέρωμα της Deutsche Welle (DW) για τη μετανάστευση στη Γερμανία.
«Προφανώς θα ήταν ντροπή για τα αθλητικά χρονικά», τονίζει η DW. «Μόλις με έξι Γερμανούς παίκτες θα αντιμετώπιζε η Γερμανία την Ιταλία στην ημιτελικό του EURO, αν δεν συμμετείχαν οι παίκτες με μεταναστευτικό παρελθόν. Ο Σάμι Κεντίρα (Τυνησία), ο Μεσούτ Οζίλ (Τουρκία), ο Τζερόμ Μποατέγκ (Γκάνα), ο Λούκας Ποντόλσκι (Πολωνία) και ο Μάριο Γκόμεζ (Ισπανία) έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό ή στη Γερμανία, από ξένους γονείς. Χάρη στο γερμανικό τους διαβατήριο έχουν το δικαίωμα να παίζουν με την Εθνική».
Πάνω από 15,7 εκατομμύρια μετανάστες στη Γερμανία
Επτά εκατομμύρια εκατό χιλιάδες (7,1) άνθρωποι ζουν στη Γερμανία χωρίς γερμανικό διαβατήριο. Επίσης, υπάρχουν άλλοι 8,6 εκατομμύρια Γερμανοί με μεταναστευτικό παρελθόν, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εργασίας τον Ιούνιο του 2012. Συνολικά, 15,7 εκατομμύρια πολίτες με μεταναστευτικό υπόβαθρο, δηλαδή το 19% του πληθυσμού της Γερμανίας. Από αυτούς, ενταγμένοι κανονικά στην αγορά εργασίας και την οικονομία είναι 3,4 εκατομμύρια ξένοι.
Τι θα γινόταν, όμως, αν ξαφνικά εγκατέλειπαν τη Γερμανία οι μετανάστες χωρίς γερμανικό διαβατήριο, δηλαδή περίπου επτά εκατομμύρια άνθρωποι; Με αυτό το σενάριο, αναδεικνύοντας τη σημασία της μετανάστευσης, ασχολήθηκαν οι δημοσιογράφοι Πιτ φον Μπέμπενμπουργκ και Ματίας Τίμε, στο βιβλίο τους «Η Γερμανία χωρίς ξένους» (εκδόσεις «Redline», Μόναχο 2012).
«Δεν θα υπήρχε τομέας της ζωής που να μην πληγεί από τις συνέπειες», λέει ο Μπέμπενμπουργκ, μιλώντας στη DW, διευκρινίζοντας ότι οι συνέπειες θα ήταν δραματικές, κυρίως στα πυκνοκατοικημένα κέντρα της δυτικής Γερμανίας, όπως για παράδειγμα στη Φραγκφούρτη της Έσσης, που θα έχανε ξαφνικά το ένα τέταρτο των κατοίκων της.
«Η γαστρονομία απασχολεί, με 20%, το μεγαλύτερο ποσοστό ξένων», λέει ο Μπέμπενμπουργκ. «Αν όλοι αυτοί οι ξένοι εγκατέλειπαν τη Γερμανία, οι Γερμανοί θα έπρεπε να εξασκηθούν στην εγκράτεια. Εδώ και χρόνια, για παράδειγμα, το ντονέρ έχει πάρει τα πρωτεία από το λουκάνικο με κάρυ στα ταχυφαγεία της επικράτειας».
Όπως έγραψε πρόσφατα η εφημερίδα «Tagesspiegel» του Βερολίνου, κάθε χρόνο καταναλώνονται στη Γερμανία 122.000 τόνοι κρέας για ντονέρ.
Η διαπολιτισμική συμβολή
Η σημασία των μεταναστών για τη γερμανική κοινωνία δεν περιορίζεται, φυσικά, στα στοιχεία της αγοράς εργασίας και το ντονέρ κεμπάπ. Χάρη στους μετανάστες, το πολυπολιτισμικό μοντέλο έχει γίνει εντελώς νορμάλ για πολλούς Γερμανούς, όπως αποδεικνύουν και οι 1,8 εκατομμύριο γάμοι Γερμανών και ξένων, που κατέγραψε η Στατιστική Υπηρεσία μόνο το 2010. Και ο αριθμός των μικτών γάμων αυξάνεται συνεχώς.
Η μεγαλύτερη, με απόσταση, μεταναστευτική ομάδα στη Γερμανία είναι οι Τούρκοι, με 2,9 εκατομμύρια μέλη. Πολλοί απ’ αυτούς, είναι μέλη οικογενειών των λεγόμενων γκασταρμπάιτερ που είχαν έρθει στη Γερμανία μετά τη γερμανο-τουρκική συμφωνία προσέλκυσης εργατικού δυναμικού το 1961.
Παρόμοιες συμφωνίες, μεταπολεμικά, υπήρξαν ήδη με την Ιταλία και την Ελλάδα. Το λεγόμενο «οικονομικό θαύμα», δηλαδή η μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, δεν θα ήταν εφικτή χωρίς τη βοήθεια των γκασταρμπάιτερ.
Η Αϊσέ Ντεμίρ, αντιπρόεδρος των Τουρκικών Κοινοτήτων Γερμανίας, δηλώνει στη DW: «Η συμβολή των μεταναστών είναι πολύτιμη στον τομέα των διαπολιτισμικών σχέσεων», και εκφράζει την πεποίθηση ότι «οι μετανάστες ήταν ενταγμένοι στην παραγωγική διαδικασία και συνέβαλαν έτσι ουσιαστικά στην ανάπτυξη».
Τον 21ο αιώνα έρχονται στη Γερμανία πολλοί ξένοι, κυρίως όμως με υψηλή εξειδίκευση. Έρευνα του Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας, για παράδειγμα, πιστοποιεί ότι το 2009 πάνω από το 20% των μεταναστών ήταν εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Κατά τη διάρκεια της ευρωκρίσης πολλοί γιατροί, μηχανικοί και ειδικοί των ΙΤ από την Ισπανία, την Πορτογαλία ή την Ελλάδα αποφασίζουν να πιάσουν δουλειά στη Γερμανία.
Κουλτούρα εγκάρδιας υποδοχής
«Η ιστορία της μετανάστευσης στη Γερμανία είναι μόνο μια ιστορία λαμπρών επιτυχιών;», αναρωτιούνται οι συντάκτες της DW.
«Δεν το βλέπουν όλοι έτσι. Μελέτη του Πανεπιστημίου του Μπίλεφελντ έδειξε ότι το 47% των Γερμανών είναι επιφυλακτικοί απέναντι στους μετανάστες», τονίζεται στο αφιέρωμα. «Με το βιβλίο τους «Η Γερμανία χωρίς ξένους», ο Μπέμπενμπουργκ και ο Τίμε θέλησαν να καταρρίψουν τις προκαταλήψεις με στοιχεία».
«Βρισκόμαστε σήμερα σε ένα σημείο καμπής, στο οποίο υπάρχουν ακόμα εντάσεις και διενέξεις, αλλά πιστεύω ότι σύντομα θα είναι κάτι το αυτονόητο να έχει κανείς μεταναστευτικό υπόβαθρο», υποστηρίζει ο Μπέμπενμπουργκ. «Στη Γερμανία υπάρχει ήδη μια κουλτούρα εγκάρδιας υποδοχής των ξένων. Μια κουλτούρα, όπως αυτή που είναι σήμερα αυτονόητη στην πολυπολιτισμική Εθνική Ποδοσφαίρου. Και που ας ελπίσουμε θα της διασφαλίσει σύντομα τον επόμενο διεθνή τίτλο».
Οι μετανάστες αποκτούν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση
Η κλασική διαφοροποίηση μεταξύ ανθρώπων «με ή χωρίς μεταναστευτικό-πολυπολιτισμικό υπόβαθρο», η οποία τόσο συχνά απαντάται στην κοινωνία, στην πολιτική και στα μέσα ενημέρωσης, είναι προβληματική, δηλώνει από την πλευρά του ο ερευνητής για θέματα μετανάστευσης, Πάουλ Μέχεριλ, καθηγητής διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στο πανεπιστήμιο του Όλντενμπουργκ.
«Αν θέλουμε να εγκαθιδρύσουμε μία κουλτούρα γνήσιας αποδοχής, θα πρέπει να θεωρήσουμε πιο αυτονόητο το γεγονός ότι σε αυτή τη χώρα συμβιώνουν άνθρωποι με διαφορετική προέλευση και με διαφορετική εξωτερική εμφάνιση» επισημαίνει ο γερμανός καθηγητής. «Ακόμη και η απλή διατύπωση της έννοιας «μεταναστευτικό υπόβαθρο» δεν είναι παρά η «προσκύρωση του ξένου, του διαφορετικού».
Στη γερμανική τηλεόραση η δημοσιογράφος Ελίφ Σενέλ, η οποία έχει γεννηθεί στη Γερμανία από γονείς που είχαν έρθει στη χώρα από την Ανατολία στις αρχές της δεκαετίας του ’70, παρατηρεί ήδη τα πρώτα δείγματα μίας πιο αυτονόητης, απρόσκοπτης συμπεριφοράς απέναντι σε μη Γερμανούς.
«Σε τηλεοπτικές σειρές ή δραματοποιημένα ντοκιμαντέρ, βλέπουμε όλο και πιο συχνά έναν Ιρανό γιατρό ή έναν Τούρκο μεσίτη, χωρίς να γίνεται θέμα η ιδιαίτερη καταγωγή του», επισημαίνει η Ελίφ Σενέλ και τονίζει ότι σε γενικές γραμμές η Γερμανία έχει κάνει μεγάλες προόδους ως χώρα μεταναστών τα τελευταία δέκα χρόνια και ότι η εικόνα του μετανάστη είναι πιο θετική, απ΄ότι στο παρελθόν.
«Αυτό οφείλεται και στο ότι οι ίδιοι οι μετανάστες έχουν αποκτήσει πλέον μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στη συμπεριφορά τους. Παλαιότερα οι γονείς μου, όπως και πολλοί άλλοι γκάσταρμπαϊτερ, ήθελαν να περάσουν όσο το δυνατόν πιο απαρατήρητοι και αισθάνονταν ευγνωμοσύνη απλά και μόνο γιατί τους επιτρεπόταν να ζήσουν σε αυτή τη χώρα», θυμάται η δημοσιογράφος. «Αλλά τελικά η υπερβολική ευγνωμοσύνη και μετριοφροσύνη σε εμποδίζουν να συνεισφέρεις στην κοινωνία, να συνδιαμορφώσεις τα πράγματα. Όποιος συμπεριφέρεται με αυτοπεποίθηση, αντιμετωπίζεται και με μεγαλύτερο σεβασμό».