Κάποτε αποτελούσε το λίκνο των ακροδεξιών ιδεών στη Γερμανία. Τώρα οι κάτοικοί της προσπαθούν να αντισταθούν στους Νεοναζί. Το Όστριτζ είναι μια κωμόπολη στην ανατολική Γερμανία. Βρίσκεται στο κρατίδιο της Σαξονίας, κοντά στο Γκέρλιτς και μια ανάσα από τα σύνορα με την Πολωνία. Τον Απρίλιο του 2018 βρέθηκε στο επίκεντρο καθώς ένα ξενοδοχείο λίγο έξω από την πόλη φιλοξένησε το 2ήμερο φεστιβάλ «Shield and Sword (SS)», προσελκύοντας 3.000 νεοναζί που έσπευσαν να γιορτάσουν τα γενέθλια του Αδόλφου Χίτλερ.
Στους συνδιοργανωτές του φεστιβάλ περιλαμβάνεται και το ακροδεξιό Εθνικοδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (NPD). «Γιατί στο Όστριτζ», ρώτησε χαρακτηριστικά ένας δημοσιογράφος το στέλεχος της παράταξης, Τόρστεν Χάιζε. «Γιατί όχι», απάντησε για να προσθέσει: «Κάνουμε την πολιτική πιο ζωηρή στην περιοχή».
Στις Ομοσπονδιακές εκλογές που διεξήχθησαν το 2017 το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) που χαρακτηρίζεται ακροδεξιό, συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ποσοστό του προσεγγίζοντας το 27%.
Πολλοί κάτοικοι ωστόσο εμφανίζονται αποφασισμένοι να μην αφήσουν την πόλη τους να αποτελέσει άντρο των ακροδεξιών.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1989 επηρέασε και εξακολουθεί να επηρεάζει τις ζωές αρκετών κατοίκων όχι μόνο της μικρής πόλης αλλά και της Σαξονίας συνολικά.
Εργοστάσια έκλεισαν αναγκάζοντας χιλιάδες να αποχωρήσουν αναζητώντας μια νέα ζωή στη Δυτική Γερμανία. Μεταξύ αυτών και οι γονείς της Έβα Χοπτφλάισχ, που πήγαν στη Φρανκφούρτη, εκεί όπου αργότερα ήρθε στη ζωή η Έβα.
Όσοι έμειναν πίσω, αντιμετώπισαν προβλήματα από τους Δυτικογερμανούς και βρέθηκαν να παλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί.
Σήμερα, πολλοί πρώην Ανατολικογερμανοί βγαίνουν στη σύνταξη και ζουν στα όρια της φτώχειας.
Η απόφαση της Άνγκελα Μέρκελ για είσοδο στη χώρα ενός εκατομμυρίου προσφύγων το 2015 δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για τα ακροδεξιά κόμματα που «πάτησαν» πάνω στον φόβο και στα προβλήματα βιοπορισμού των πολιτών.
Στα τέλη Οκτώβρη, η Έβα Χοπτφλάισχ επέστρεψε στο Όστριτζ για δεύτερη φορά μέσα στο 2018, για να υψώσει φωνή και να αντισταθεί στους νεοναζί. Η πρώτη ήταν τον περασμένο Απρίλιο, για να διαμαρτυρηθεί για το φεστιβάλ.
«Αυτή η πόλη κοιμόταν», λέει η Έβα στο BBC και προσθέτει: «Πολλοί άνθρωποι είναι καταπιεσμένοι γιατί έχασαν τις δουλειές τους και δεν είχαν την ευκαιρία να πάνω κάπου αλλού».
Η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων αφύπνισε τους κατοίκους του Όστριτζ που ξεσηκώθηκαν. Το διήμερο 20-21 Απριλίου, κατά τη διάρκεια του διήμερου φεστιβάλ των ακροδεξιών, η πλακόστρωτη πλατεία της αγοράς γέμισε από οικογένειες, ενώ μια πομπή με επικεφαλής έναν άνδρα με λεοπάρ σακάκι, χόρευε στους δρόμους. Το φεστιβάλ ειρήνης ήταν η απάντηση στο πάρτι που έστησαν οι Νεοναζί για να γιορτάσουν τα γενέθλια του Αδόλφου, σε ξενοδοχείο λίγο έξω από την πόλη. «Πρέπει να δράσουμε τώρα για να διατηρήσουμε το δημοκρατικό μας σύστημα, το οποίο κινδυνεύει από τους Νεοναζί, τους ακροδεξιούς εξτρεμιστές και τους βοηθούς τους στα κρατικά κοινοβούλια αλλά και στην κυβέρνηση», είπε απευθυνόμενος στο πλήθος ο διοργανωτής του φεστιβάλ ειρήνης, Μίκαελ Σλιτ.
«Δεν πρέπει να τους παραχωρήσουμε οικειοθελώς καθόλου χώρο – ούτε ένα μέτρο», πρόσθεσε.
Εκατοντάδες ένοπλοι αστυνομικοί βρίσκονταν διασκορπισμένοι στην πόλη με τους περισσότερους από αυτούς να έχουν περικυκλώσει το ξενοδοχείο Neisseblick που φιλοξενούσε το φεστιβάλ.
Το πρόγραμμα περιελάμβανε συναυλίες με σκληροπυρηνικά γκρουπ που υμνούν τον πατριωτισμό, πολιτικές συζητήσεις, παρουσίαση πολεμικών τεχνών και φεστιβάλ τατουάζ.
Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, Χανς-Πίτερ Φίσερ, δεν ενδιαφέρεται για το ποιοι και για ποιο λόγο βρίσκονται στο ξενοδοχείο του, αφού όπως χαρακτηριστικά σημειώνει «αυτός είναι ο μόνος τρόπος για έσοδα και πωλήσεις».
Η οργή του για την κυβέρνηση ξεχειλίζει καθώς όπως λέει δεν έλαβε καμία αποζημίωση όταν η περιουσία του καταστράφηκε από τις πλημμύρες. Γι’ αυτό το λόγο δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να φιλοξενεί στο κατάλυμά του ακροδεξιούς και Νεοναζί.
Μάλιστα έχει ήδη κλείσει τέσσερις παρόμοιες εκδηλώσεις που θα φιλοξενηθούν στο ξενοδοχείο του το 2019.
Το Όστριτζ πάντως είναι αποφασισμένο να αντισταθεί όπως αναφέρει η δήμαρχος, Μάριον Πράνγκε. «Η δουλειά δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά σε αυτή τη μικρή χρονική περίοδο μάθαμε πολλά που μπορούμε να μεταβιβάσουμε σε άλλες κοινότητες. Δείξαμε ότι υπάρχουν όρια. Ξυπνήσαμε», λέει χαρακτηριστικά.