Το ποσοστό των φτωχών εργαζόμενων στη Γερμανία αυξήθηκε μεταξύ του 2006 και του 2010, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία (Destatis).
Το ποσοστό των φτωχών εργαζόμενων σε γερμανικές εταιρείες που απασχολούν τουλάχιστον 10 εργαζόμενους έφτανε το 2006 στο 18,7% και το 2010 ανήλθε στο 20,6%, σύμφωνα με μια ανακοίνωση της Destatis, που διενήργησε σχετική έρευνα σε περίπου 1,9 εκατομμύριο εργαζόμενους.
Η πλειονότητα των φτωχών εργαζόμενων απασχολούνται με «άτυπες μορφές εργασίας», δηλαδή με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή μερικής απασχόλησης, ή ακόμη εργάζονται ως αναπληρωτές, σύμφωνα με τη γερμανική στατιστική υπηρεσία.
Η πλειονότητα των φτωχών εργαζόμενων απασχολούνται ως οδηγοί ταξί (87%), κομμωτές (85,6%), εργαζόμενοι στον τομέα της καθαριότητας (81,5%) και ως προσωπικό εστιατορίων και ξενοδοχείων (77,3%), επισημαίνει η ίδια πηγή.
Σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και την κοινωνική προστασία σημειώθηκαν στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 2000 βάσει ενός προγράμματος με την ονομασία «Ατζέντα 2010».
Σύμφωνα με τον εμπνευστή τους, τον τότε καγκελάριο Γκέρχαρτ Σρέντερ, οι μεταρρυθμίσεις αυτές επέτρεψαν να μειωθεί σήμερα ο αριθμός των ανέργων κατά δύο εκατομμύρια σε σχέση με το 2005. Πάντως οι επικριτές του προγράμματος αυτού, όπως το συνδικάτο των εργαζομένων στον τομέα των υπηρεσιών Verdi, καταγγέλλουν ότι η «Ατζέντα 2010» επιδείνωσε τις κοινωνικές ανισότητες.
Εξάλλου στη Γερμανία δεν έχει θεσπιστεί κατώτατος μισθός, αντίθετα οι κοινωνικοί εταίροι έχουν τη δυνατότητα να τον καθορίζουν ανά περιοχή και τομέα. Τα συνδικάτα των εργαζομένων από την πλευρά τους ζητούν να υιοθετηθεί κατώτατος μισθός το λιγότερο 8,50 ευρώ μεικτά την ώρα, μέχρι στιγμής μάταια.